Την προηγούμενη εβδομάδα η κυβέρνηση έθεσε σε διαβούλευση το σχέδιο νόμου για τα μεταπτυχιακά προγράμματα που προσφέρουν τα ελληνικά πανεπιστήμια. Στο άρθρο 4 του προτεινόμενου νομοσχεδίου προβλέπονται οι πόροι χρηματοδότησης των προγραμμάτων οι οποίοι προέρχονται κατά σειράν από: α) τον προϋπολογισμό των ΑΕΙ, β) τον προϋπολογισμό του υπουργείου, γ) κληροδοτήματα και δωρεές και δ) τους Ειδικούς Λογαριασμούς Κονδυλίων Ερευνας. Εάν οι προϋπολογισμοί δεν καλύπτονται από τους τέσσερις παραπάνω πόρους τότε σε εξαιρετικές περιπτώσεις –σύμφωνα με το σχέδιο νόμου –προβλέπονται δίδακτρα από τους μεταπτυχιακούς φοιτητές τα οποία δεν μπορεί να υπερβαίνουν το τριπλάσιο του κατώτατου μισθού. Δηλαδή, 1.758 ευρώ. Αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης, πάντως, για να αντισταθμίσει το πλαφόν στα δίδακτρα ο νομοθέτης δεν προβλέπει.

Σύμφωνοι, η πρόσβαση όλων των φοιτητών στην ποιοτική εκπαίδευση είναι δείγμα μιας υγιούς και δυναμικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που επιτρέπει την κινητικότητα και δίνει ευκαιρίες σε όλους. Και είναι σαφές ότι ο νομοθέτης επιδιώκει την είσοδο ασθενέστερων οικονομικά φοιτητών σε αυτά. Ομως πόσα καλά και ποιοτικά μεταπτυχιακά προγράμματα μπορούν πραγματικά να στηθούν με τόσο χαμηλό κόστος; Κι εν πάση περιπτώσει, εάν μιλάμε για μεταπτυχιακά προγράμματα θεωρητικής κατεύθυνσης –στη Φιλοσοφική Σχολή για παράδειγμα –η υπάρχουσα υποδομή σε αίθουσες διδασκαλίας, εξοπλισμό, αναλώσιμα κ.τ.λ. μπορεί να επαρκεί για να δικαιολογήσει τα δίδακτρα αυτά. Τι θα γίνει όμως στα προγράμματα Πολυτεχνικών Σχολών ή αυτά που προσφέρουν εξειδίκευση σε τομείς όπως η υψηλή τεχνολογία, η διοίκηση επιχειρήσεων ή έρευνα στη βιολογία;

Υπάρχουν πάνω από πενήντα μεταπτυχιακά προγράμματα αυτή τη στιγμή στη χώρα με κόστος που κυμαίνεται από 5.000 έως 8.000 ευρώ. Σε αυτά διδάσκουν εξειδικευμένοι καθηγητές με δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά που στήνουν δίκτυα επαφών με τις επιχειρήσεις και το εξωτερικό. Οι απόφοιτοι αυτών των προγραμμάτων έχουν σχεδόν μηδενική ανεργία, αφού η αγορά έχει αξιολογήσει πολύ θετικά την επιστημονική δουλειά που παράγεται εκεί. Το πλαφόν διδάκτρων που η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να εισαγάγει στα μεταπτυχιακά προγράμματα θα φέρει χαμηλότερα έσοδα, άρα θα χαμηλώσει το επίπεδο της προσφερόμενης εκπαίδευσης με περισσότερους φοιτητές, χειρότερα αμειβόμενους εκπαιδευτικούς και χαμηλότερης ποιότητας υλικοτεχνική υποδομή.

Οι καθηγητές λένε ότι πολλά καλά μεταπτυχιακά προγράμματα μπορεί να κλείσουν ή να υποβαθμίσουν τελείως το προσφερόμενο προϊόν τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι ενώ αυτοί που μπορούν να σπουδάσουν στο εξωτερικό πληρώνοντας πολλαπλάσια δίδακτρα θα εξακολουθήσουν να το κάνουν, οι φοιτητές των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων θα χάσουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν ένα πρόγραμμα – εφαλτήριο για καλύτερα αμειβόμενες δουλειές. Πρόκειται για την εφαρμογή του ίδιου μοντέλου υποβάθμισης που επελέγη στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Η κυβέρνηση κατήργησε τα Πρότυπα – Πειραματικά του νόμου Διαμαντοπούλου, στερώντας τη δυνατότητα πρόσβασης σε ένα καλό σχολείο για παιδια μη προνομιούχων οικογενειών. Κι έτσι απλά, από ακόμη μια ιδεοληψία, η αριστερή κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ πετυχαίνει την εξίσωση προς τα κάτω. Την ώρα που η εκπαίδευση στον δυτικό κόσμο αλλάζει ραγδαία και τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, εμείς επιστρέφουμε σταθερά στο παρελθόν.