Οταν η πανεπιστημιακός Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου έψαχνε εκδότη, τη δεκαετία του ’90, προκειμένου να εκδοθεί το βιβλίο «Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα» της Ερικας Κούνιο – Αμαρίλιο και του Αλμπέρτου Ναρ, το οποίο είχε εκείνη επιμεληθεί, στην Αθήνα δεν έβρισκε κανέναν!

Βρήκε στη Θεσσαλονίκη τον Παρατηρητή ο οποίος αργότερα έκλεισε, με αποτέλεσμα το υπερπολύτιμο αυτό βιβλίο να μείνει εκτός εμπορίου για πολλά χρόνια.

Πριν από περίπου έναν χρόνο οι εκδόσεις Ευρασία έκαναν το βήμα της επανέκδοσής του –πρόκειται όχι απλώς για προσφορά, αλλά για εκπλήρωση χρέους του εκδοτικού κόσμου προς τη συλλογική μνήμη –και έτσι είναι πια ξανά προσβάσιμες 50 συγκλονιστικές μαρτυρίες ελληνοεβραίων επιζώντων του Αουσβιτς (26 γυναικών και 24 ανδρών) που συνέλεξε τη διετία 1989-1990 μία άλλη επιζήσασα, η Ερικα Κούνιο – Αμαρίλιο, αφού πρώτα είχε γράψει χωριστά τη δική της μαρτυρία («Πενήντα χρόνια μετά», εκδ. Ιανός). Και το έκανε αυτό με τη συνδρομή ενός γιου επιζώντων, του συγγραφέα και λόγιου Αλμπέρτου Ναρ, με τον οποίο έπαιρναν από κοινού τις συνεντεύξεις.

Οι Ελληνες Εβραίοι, Σεφαραδίτες της Θεσσαλονίκης (9 στους 10, από τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά ποσοστά) ή Ρωμανιώτες από άλλες περιοχές της Ελλάδας, πήγαν κατά κανόνα στο Αουσβιτς και οι περισσότεροι κατέληξαν στα κρεματόρια του γειτονικού Αουσβιτς ΙΙ, δηλαδή του Μπίρκεναου (Μπρεζίνκι στα πολωνικά). Υπήρξε μάλιστα και μια προσπάθεια από κάποιους από αυτούς –απονενοημένο διάβημα, καλύτερα –να ανατινάξουν το κρεματόριο και εκτελέστηκαν, όπως προκύπτει από πλήθος μαρτυριών, τραγουδώντας τον ελληνικό εθνικό ύμνο.

Σε παρουσίαση του βιβλίου που έγινε την άνοιξη στην Αθήνα, επισημάνθηκε από δύο πανεπιστημιακούς, τον Αντώνη Λιάκο και τον Νίκο Μαραντζίδη, το ζήτημα της σιωπής γύρω από το θέμα στην Ελλάδα, σιωπής εκκωφαντικής. Ούτε καν στις Ιστορίες της Ελλάδας του 20ού αιώνα δεν χώρεσε το ανείπωτο αυτό έγκλημα ή αν χώρεσε ήταν σε μερικές παραγράφους χωριστά στο τέλος. Ακόμη και σε δύο συνέδρια Ιστορίας για τη δεκαετία του ’40, που πραγματοποιήθηκαν λίγο μετά τη δικτατορία, δεν βρέθηκε –ή δεν θέλησε –ούτε ένας σύνεδρος να ακουμπήσει το θέμα αυτό.

Από την άλλη, η περίφημη σιωπή των ίδιων των επιζώντων είναι αρκετά σχετική. Οπως επισημαίνει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου στο επίμετρο του βιβλίου –που περιέχει επίσης ένα εξαιρετικό λεξικό στρατοπεδικών όρων και ονομάτων, καθώς και ένα εξίσου χρήσιμο χρονολόγιο των γεγονότων: «Πράγματι οι περισσότεροι δεν ήθελαν να μιλήσουν, όμως το ζήτημα είναι εάν και οι άλλοι ήθελαν να τους ακούσουν. Οι πρώτες μαρτυρίες γράφτηκαν αμέσως μετά την απελευθέρωση και μεταξύ άλλων αυτές του Πρίμο Λέβι, καθώς και των Ελλήνων Εβραίων Αλμπέρτου Μενασέ, Μάρκου Ναχόν, Μαρσέλ Νατζαρή, αλλά δεν βρήκαν το «ευήκοον ους». Μαρτυρίες υπήρχαν, όμως δεν έγινε κατανοητό το μέγεθος του εγκλήματος και η ιδιαιτερότητά του, ενώ οι φρικαλεότητες δημιουργούσαν «δυσκολίες ακρόασης» (…). Τα θύματα, πολύ συχνά, βρέθηκαν να κατηγορούνται τα ίδια για την τύχη τους».

Υπάρχει τέλος και το ζήτημα της συμπεριφοράς των τοπικών χριστιανικών πληθυσμών αλλά και των Αρχών, χριστιανικών και εβραϊκών, που εγείρει ακόμα και σήμερα αντιπαραθέσεις. Είναι γνωστό πως σε άλλες ελληνικές πόλεις ο εβραϊκός πληθυσμός εξολοθρεύτηκε εντελώς και σε άλλες όχι, γεγονός που από μόνο του κάτι σημαίνει. Ειδικά πάντως για τη Θεσσαλονίκη, τόσο ο Αντώνης Λιάκος, που είπε ότι οι τοπικές χριστιανικές Αρχές έβλεπαν με θετικό μάτι την αποεβραιοποίηση της πόλης όσο και ο θεσσαλονικιός συγγραφέας Θανάσης Τριαρίδης, που μίλησε για «διαγούμισμα περιουσιών», ήταν αρκετά σαφείς.

Δουλεύοντας στο κρεματόριο

«Ημουν στην πόρτα, έβλεπα πώς τους σκότωναν»

Η Σάρα Ναχμία έφυγε για το Αουσβιτς από τη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1943. Επαθε κοιλιακό τύφο, έπεσε σε αφασία και την έριξαν σε ένα μέρος με στοίβες από νεκρούς. Τυχαία πέρασε η γραμματέας του στρατοπέδου, μια χριστιανή πολωνέζα αιχμάλωτη, την είδε που κουνιόταν, την έστειλε στο νοσοκομείο, την πήρε υπό την προστασία της και την έσωσε. Ας δούμε πώς αφηγείται (η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 1989 στη Θεσσαλονίκη) την εξόντωση των κρατουμένων, καθώς είχε οπτική επαφή με κρεματόριο: «Τότε έρχονταν αποστολές από την Ουγγαρία. Είχε έρθει και μια αποστολή από την Κέρκυρα. Τις φέρνανε στο Μπρεζίνκι. Εκεί είχε από τη μια μεριά μια πόρτα που έμπαιναν οι αιχμάλωτοι στο στρατόπεδο και από την άλλη μεριά μια πόρτα που έβγαινε στα κρεματόρια. Εκεί ήταν και τα λουτρά όπου δούλευα εγώ και τα έβλεπα όλα. Οταν έρχονταν οι αποστολές, έβλεπα τον κόσμο που περνούσε μπροστά μας. Παιδάκια, μητέρες, γέροι κ.λπ.

Εκεί στο λουτρό, δουλεύαμε οκτώ Σλοβάκες και μια Ελληνίδα. Οταν είχα βραδινή βάρδια, ξυπνούσα τον Γερμανό που είχε υπηρεσία στο κρεματόριο και τον έβλεπα. Εκείνη την ώρα δεν επιτρεπόταν να βγει κανείς από τις δουλειές του. Αλλά εγώ ήμουν στην πόρτα. Εβλεπα. Ο Γερμανός φορούσε τη μάσκα, έπαιρνε ένα κουτάκι στρογγυλό, ούτε ενάμιση κιλό πράγμα και πήγαινε σ’ ένα παραθυράκι, μπροστά στο κρεματόριο, περίπου 50-70 πόντους μάκρος. Είχε μια σιδερένια πόρτα. Την άνοιγε ο Γερμανός και από εκεί έριχνε το αέριο. Ετσι γινόταν σ’ αυτό το κρεματόριο. Αδειαζε το κουτί και μόλις έκλεινε την πόρτα, άκουγες αμέσως ένα μουγκρητό, μια βοή. Υστερα άκουγες ένα κλάμα κι ύστερα δεν άκουγες πια τίποτα. Τότε έμπαινε ο Ζόντερ κομάντο, άνοιγε τις πόρτες και τους έκαιγε. Ετσι γινόταν εκεί. Εγώ τα έβλεπα όλα αυτά. Αυτούς που δούλευαν στους Ζόντερ κομάντο τούς σκότωναν κάθε έξι μήνες. Φαίνεται ότι οι Γερμανοί δεν ήθελαν να το ξέρουν, δεν ήθελαν να επιζήσουν αυτοί».

Επιβιώνοντας από τα πειράματα του Μένγκελε

«Μου έδεσαν τα χέρια και τα πόδια για να με κάνουν εγχείρηση»

Η Ζερμέν Μάνο γεννήθηκε το 1926 στη Θεσσαλονίκη. Στα δεκαεπτά της πήραν οι Ναζί την οικογένειά της και εκείνη μαζί για το Αουσβιτς, με τα γνωστά τρένα του θανάτου. Εκεί στα κρεματόρια έχασε τους δύο γονείς της και τις τέσσερις αδελφές της. Επέζησε μόνο εκείνη, αλλά πριν συμβεί αυτό χρειάστηκε να σωθεί από το διαβόητο μπλοκ 10, εκεί που γίνονταν τα ιατρικά πειράματα του Μένγκελε: ας δούμε πώς αφηγείται το δράμα της στην Ερικα Κούνιο – Αμαρίλιο και τον Αλμπέρτο Ναρ στη Θεσσαλονίκη, τον Μάρτιο του 1989:

Οταν έφτασα στο μπλοκ 10 ήμασταν 300 κορίτσια και δεν ήταν όλες Ελληνίδες, υπήρχαν Γαλλίδες, Ουγγαρέζες. Μας είπαν να πάμε στο μπάνιο και κοιτάζαμε ποιες είναι από το μπλοκ Ελληνίδες, περίπου 60 ήταν. Μας πήγαν στο μπάνιο, το νερό ήταν κρύο, μας έκοψαν τα μαλλιά και μας πήγαν πίσω στο μπλοκ 10. Τον αριθμό μού τον έβαλαν ύστερα από δύο εβδομάδες. Τα μαλλιά μου τα έκοψαν όλα και μου έβαλαν μια νυχτικιά. Ο αριθμός μου ήταν «41500». Σ’ αυτό το νοσοκομείο έμεινα ενάμιση χρόνο. (…)

Υστερα από δύο μήνες είδα ένα γιατρό, υψηλό, τον έλεγαν ντόκτωρ Σαμουέλ, ήταν Πολωνοεβραίος. Από τα 300 κορίτσια ήρθε σε εμένα γιατί ήμουν σε καλή κατάσταση, παχουλή, ήρθε στο κρεβάτι μου και μου είπε: «Μιλάω ισπανικά, μπορώ να σας μιλήσω στα ελληνικά και ισπανικά». Και αμέσως μου είπε να μη φοβάμαι: «Θα ακούς ό,τι σου λέω εγώ, γιατί αλλιώς θα σε στείλουν στο κρεματόριο. Καλύτερα που είσαι τόσο όμορφη, δεκαεπτά χρονών, θα προσπαθήσουμε όσο μπορούμε. Τα λόγια που θα σου πω πρέπει να τα ακούσεις». Μου είπε για δύο ημέρες να μη φάω καθόλου. Τον ρώτησα γιατί, και μου είπε ότι θα με πάει σε ένα εργαστήριο που έχει μηχανές και θα μου κάνει μια εγχείρηση. «Οσο μπορώ θα σε βοηθήσω», μου έλεγε. Ημασταν περίπου δέκα κορίτσια, μας είπε ότι έπρεπε να αναχωρήσουμε με τα πόδια την άλλη μέρα, μισή ώρα δρόμο, για το Μπίρκεναου. Εγώ δεν κατάλαβα καλά. Μόλις πήγαμε εκεί, μας είπε να περιμένουμε. Βλέπαμε κάτι μηχανές που ήταν σαν αεροπλάνα, άνοιξε την πόρτα και νόμιζα ότι θα μας βάλει στο φούρνο, φοβήθηκα, αλλά είπα στα κορίτσια να μη φοβούνται, γιατί έκλαιγαν, και τους είπα θα μπω εγώ πρώτη. Μπήκα μέσα και είδα πέντε, έξι γιατρούς, αξιωματικούς, ψηλοί, μου είπαν «έλα, έλα». Μπαίνω μέσα και είχε δύο μεγάλες μηχανές, με έβαλαν εκεί και είχε ένα ηλεκτρικό μηχάνημα, μας έβαλαν μέσα και έτρεμα… τη μία πίσω από την άλλη. Το μηχάνημα μας το έβαζαν πάνω στην κοιλιά μας και μας πίεζε, όλα άνω – κάτω… τάση για εμετό. Οταν κατέβηκα κάτω μου είπε ο γιατρός ότι θα ήμουν εγώ πρώτη, μου έδεσαν τα χέρια και τα πόδια για να με κάνουν εγχείρηση. Μόλις με έβαλαν πάνω στο τραπέζι, είχε πολλούς αξιωματικούς και μιλούσαν για το τι θα κάνουν.

Δηλαδή ο δόκτωρ Σαμουέλ έκανε την εγχείρηση κάτω από τα μάτια των άλλων αξιωματικών;

Ναι, γιατί ήταν μεγάλος γιατρός. Αναισθητικό μού έδωσε, αλλά πολύ λίγο. Μόλις με άνοιξαν, δεκαοκτώ ραψίματα μετά μου έκαναν και ακούω μια διαταγή και φύγανε όλοι. Εμεινε μόνο ο γιατρός με δύο νοσοκόμες, τις Ελληνοεβραίες. Η κοιλιά μου ήταν ανοιχτή, και ακούω το γιατρό που λέει στις άλλες: «Τι όμορφο κορίτσι, να το σώσουμε, είναι δεκαεπτά χρονών». Μου έβγαλαν μια ωοθήκη και αμέσως με ράψανε. Με έραψαν τόσο γρήγορα, με έβαλαν στο κρεβάτι, αλλά από τις άλλες τα έβγαλαν όλα, εγώ ήμουν τυχερή. Ημουν εγώ, η Φωφώ και η Λίζα, κι αυτές σώθηκαν, έκαναν παιδιά. Ενα κοριτσάκι, πριν πεθάνει εκεί, μου είπε εάν βρω τον αδελφό της να του πω ότι πέθανε. Αυτό το κοριτσάκι ήταν δεκαπέντε χρονών, Ελληνοεβραία Θεσσαλονικιά. Την έλεγαν Ντουρίκα. Υστερα φούσκωσε η κοιλιά μου, ξέχασε ο γιατρός να με ράψει ολόκληρη γιατί βιαζόταν επειδή θα έρχονταν οι αξιωματικοί. Εκλαιγα και είχα πυρετό πολύ, έκανε μόλυνση η πληγή και είπα την Μπέλλα ότι και εγώ θα πεθάνω. Μόλις ήρθε ο γιατρός και δεν ήταν μπροστά οι άλλοι Γερμανοί, μου είπε ότι πρέπει να ζήσω, ότι εάν έχω την υπομονή θα με σώσει, πήρε ένα μυτερό μαχαίρι και μου είπε να μασήσω το πάπλωμα. Μου έβαλε το μαχαίρι και βγήκε όλο το πύο. Τρεις μήνες ήμουν στο κρεβάτι, σαν παράλυτη.

Ηρθαν μετά οι Γερμανοί και είπαν όσες ήμασταν εγχειρισμένες, όλες να πάμε στο κρεματόριο. Ο γιατρός τούς είπε όχι όλες, αυτή την κοπέλα και την άλλη τις χρειάζομαι. Θα κάνουμε και άλλη εγχείρηση, γιατί η πρώτη δεν πέτυχε, το είπε για να μας κρατήσει εκεί, να μας σώσει από τους Γερμανούς. Μια μέρα μου είπε να κρύψω το μυστικό, να μην πω ότι με έσωσε, να το κρύψω γιατί μπορούσαν οι άλλες να τον προδώσουν. Εγώ το έκρυψα, είχα περίοδο, ήμουν σε καλή κατάσταση. Μου είπε ότι εάν τύχει και τον κρεμάσουν, το πρώτο παιδί που θα γεννήσω να το ονομάσω Σαμουέλ, το όνομά του δηλαδή. Ετσι το έκρυψα το μυστικό, και ύστερα από δύο τρεις μήνες τον έπιασαν γιατί έσωζε κοπέλες, τον κρεμάσανε μπροστά μας στο μπούνκερ, στη φυλακή του στρατοπέδου. Βλέπαμε από το παράθυρο.

Ερικα Κούνιο – Αμαρίλιο, Αλμπέρτος Ναρ

Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης

για το Ολοκαύτωμα

Επιμέλεια – επίμετρο: Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου

Εκδ. Ευρασία, 2016

Σελ. 520

Τιμή: 35 ευρώ