Τετάρτη 24 Αυγούστου, μετά τις 9 το πρωί. Το ύφος μιας ημέρας προδιαγράφεται στο ασφαλές από τη «διαπλοκή» καταφύγιο του ραδιοφωνικού σταθμού Στο Κόκκινο. Ο διευθυντής του Κώστας Αρβανίτης υποδέχεται στο στούντιο τον υπουργό Επικρατείας με ένα χαλαρό «Κύριε Παππά, Νίκο, καλημέρα». Θα μιλήσουν για τις τηλεοπτικές άδειες με την ίδια οικειότητα την οποία εξάντλησαν το περασμένο Σάββατο στις κερκίδες της Επιδαύρου παρακολουθώντας μαζί τους «Ορνιθες» του Νίκου Καραθάνου.

Για τους μυημένους ακροατές, ο κόσμος στην αποστειρωμένη ραδιονησίδα του Κώστα Αρβανίτη είναι λίγο ώς πολύ γνωστός. Είναι εκεί όπου τα Μέσα Ενημέρωσης περιγράφονται ακόμη ως «συστημικά media» και η ΕΡΤ του μέλλοντός μας ως ναυαρχίδα της ποιότητας. Εκεί όπου ο διευθυντής παίρνει συνέντευξη από τον Πρωθυπουργό αμέσως μετά το Μνημόνιο των 17 ωρών χωρίς να θέσει ερώτηση για τους εξειδικευμένους όρους της συμφωνίας. Και εκεί όπου ο ίδιος διευθυντής μπορεί να επικαλείται το άγιο δισκοπότηρο της αντικειμενικότητας αφού έχει συνδέσει τον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά με τη λέξη των επτά γραμμάτων που ξεκινάει από «μα…..».

Κι όμως, στην ευρύτερη ανθρωπογεωγραφία των (φιλο)συριζαϊκών τιμαρίων ο Αρβανίτης δεν αποτελεί προϊόν της κομματικής ορθοδοξίας, ούτε παράγωγο του μπαρουτοκαπνισμένου πεζοδρομίου. Δεν κέρδισε μια θέση επιδεικνύοντας περγαμηνές «από κάτω» –αντιθέτως, επιβλήθηκε «από πάνω». Ανέβηκε στο κύμα της πρώτη φορά Αριστεράς σχετικά αργά, ενώ μέχρι τις αρχές της μνημονιακής περιόδου (2011) διαφήμιζε με περηφάνια τα παράσημα της ΚΝΕ. Ο γιος του οικοδόμου από τα Σεπόλια, με αποδεδειγμένη αλληλεγγύη στις θεραπευτικές κοινότητες από τη δεκαετία του 1980, δεν συγκρίνεται ούτε με το αστικό ύφος του βετεράνου Μουλόπουλου ούτε με την ατιθάσευτη επιθετικότητα του Κώστα Βαξεβάνη. Είναι ο παλιός ραδιοερασιτέχνης «Κομήτης» που θα γινόταν διευθυντής του κομματικού ραδιοφώνου. Με ενδιάμεσες φιλίες κυρίως στον χώρο του ΠΑΣΟΚ, όπως τον πρώην υπουργό Πολιτισμού Παύλο Γερουλάνο, τον διαχρονικό Τηλέμαχο Χυτήρη και τον «ψηφίζω, άρα πονάω» Χρήστο Σπίρτζη. Το ίδιο κόμμα, άλλωστε, τον περιέθαλψε στα δύσκολα χρόνια της αντιπολίτευσης (2004 – 2009): επί δημαρχίας του «πράσινου» Βασίλη Γιαννακόπουλου ανέλαβε το γραφείο Τύπου στην Αγία Παρασκευή.

Στο χρονολόγιο της νοσταλγικής αυτοαναφορικότητας θα μπορούσε να επικαλεστεί την πρώτη δουλειά στις «Εικόνες» του Εθνους, το πέρασμα σε ραδιόφωνα της εποχής (Δίαυλος, Flash), στο Mega (αρχισυντάκτης στην εκπομπή «Ελλήσποντος» και αργότερα πρωινός παρουσιαστής), τη Δίεση και τον Βήμα FM. Η κρατική τηλεόραση είναι ένας κόσμος χωριστά. Η θητεία του ξεκινά το 1998, αλλά στη συνείδηση του κοινού κατοχυρώνεται ως παρουσιαστής της πρωινής ζώνης με τη Μαριλένα Κατσίμη μετά το 2010. Το κόψιμο της εκπομπής τους «Πρωινή ενημέρωση» από τον τότε γενικό διευθυντή Αιμίλιο Λιάτσο –ύστερα από σχόλια για ενδεχόμενη παραίτηση του υπουργού Δημόσιας Τάξης Νίκου Δένδια –τού χαρίζουν credits νομιμοφροσύνης στη συριζαϊκή ελίτ που αναζητά πρόθυμους συμμάχους. Σε εκείνη την περίοδο εντοπίζονται τα εκφραστικά μέσα που απαιτούν την απονομιμοποίηση των παλαιών Μέσων και τη δαιμονοποίηση των αντιπάλων. Η επίθεση στον Σαμαρά συνοδεύεται από ένα υστερόγραφο, όπου η αυτοθυματοποίηση συναντά τη στόχευση: «Αυτό που πάλευα και θα παλεύω πάντα είναι η ελευθεροτυπία του Πορτοσάλτε να μιλάει. Το πρόβλημα είναι ότι αυτοί οι Πορτοσάλτε δεν αφήνουν εμένα να μιλάω». Αργότερα ο δημοσιογράφος του Σκάι θα αποκαλύψει ότι ο Αρβανίτης τού ζήτησε συγγνώμη.

Οι παροικούντες το κομματικό ραδιόφωνο τού αναγνωρίζουν τη διαμόρφωση ενός διακριτού προγράμματος και την ενσωμάτωση στοιχείων star quality (Κραουνάκης, Νικολακοπούλου, Θωμαΐδης, Πουλικάκος). Δεν ξεχνούν, ωστόσο, και την πρώτη μεγάλη αντίφαση ανάμεσα στην ιδεολογία και την άσκηση των καθηκόντων του. Τον Οκτώβριο του 2014 δέχεται ακόμη και φίλια πυρά, όταν αποκαλεί «εκβιαστές» τους εργαζομένους που διεκδικούσαν τα καθυστερούμενα δεδουλευμένα τους, ασκώντας το δικαίωμά τους στην απεργία.

Τον τελευταίο χρόνο έχει επανεφεύρει τον εαυτό του στο μεταφερόμενο πάνελ «Διαφθορά – διαπλοκή – ΜΜΕ» που οργανώνουν οι τοπικές του ΣΥΡΙΖΑ από το Χαλάνδρι ώς το Αιγάλεω. «Τα μίντια έχτισαν τη Χρυσή Αυγή» θα δηλώσει πέρυσι στη Νέα Ιωνία, εκφράζοντας παράλληλα περηφάνια που εργάζεται σε έναν σταθμό με ιδιοκτήτη τον ΣΥΡΙΖΑ. Νιώθει δικαιωμένος όταν παραδίδει μαθήματα ελευθεροφροσύνης από το αμπρί των κομματικών ερτζιανών ή όταν αντλεί επιχειρήματα από την ανεξάντλητη δεξαμενή των κλισέ. «Το σύστημα ζει αλλού, τρώει αλλού. Η δημοκρατία τους είναι για να τους εξυπηρετεί». Ο χρόνος για τον Αρβανίτη, όπως και για άλλους χρωματισμένους θεράποντες της κομματικής αλήθειας, έχει παγώσει σε μια εποχή όπου βασίλευε το «σύστημα».Αυτή την τεχνογνωσία της αρχαϊκής Αριστεράς θα τη χρειαστεί εάν οι μετοχές του άτυπου χρηματιστηρίου γύρω από τις τηλεοπτικές άδειες τον εκτοξεύσουν στη διαμόρφωση του νέου τοπίου. Εάν, για παράδειγμα, επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες που τον θέλουν «κονσιλιέρε» στο πρότζεκτ με υπογραφή Καλογρίτσα.

Μέχρι τότε μπορεί να νιώθει χαλαρός, όπως στην πρόσφατη συνέντευξη με τον Νίκο Παππά. Ο ραδιοφωνικός του λόγος είναι έτσι κι αλλιώς ένα μείγμα μανιχαϊκού newspeak (εμείς με την αλήθεια –εσείς με την προπαγάνδα), αγανακτισμένης λαϊκότητας («ο ΦΠΑ είναι στου διαόλου τη μάνα»), παλαιομαρξιστικών σχημάτων («αντικαπιταλιστές» – «φιλοκαπιταλιστές») και ψευτολυρικών αναφορών: «Αέρας είναι (σ.σ.: εννοείται ο ραδιοφωνικός). Ο αέρας δεν μαζεύεται. Αναπνέεται μόνο». Είναι σε κάτι τέτοια σημεία πάντως που η ελευθερία της συνειρμικής έκφρασης επιτρέπει στον ακροατή να θυμηθεί αυτό που είχε γράψει ο Σεφέρης για την ποίηση του Σικελιανού: «Λυρισμός γορίλλα».