Στην τελευταία σύνοδο του G7 στην Ιαπωνία η ανησυχία ήταν διάχυτη. Οταν θα ξανασυναντηθούν οι ηγέτες των ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου, κανείς δεν ξέρει εάν θα αντιπροσωπεύει τις ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ ή τη Γαλλία η Μαρίν Λεπέν. Μπορεί επίσης να παραβρίσκεται ο Μπόρις Τζόνσον ως πρωθυπουργός της Βρετανίας, ο Μπέπε Γκρίλο ως πρωθυπουργός της Ιταλίας ή η Φράουκε Πέτρι ως καγκελάριος της Γερμανίας.

Η αντίδραση του κόσμου κατά της παγκοσμιοποίησης καταγράφεται εδώ και δύο δεκαετίες. Το τελευταίο διάστημα όμως η ίδια η παγκοσμιοποίηση αλλάζει. Ολο και περισσότερες εταιρείες μεταφέρουν την παραγωγή πιο κοντά στις αγορές όπου θα πουληθούν τα προϊόντα. Αυτό έχει μειώσει την ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου. Αντί να απορρίπτουν ξένα προϊόντα, πολλοί πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης απορρίπτουν ξένους ανθρώπους. Οι διαφωνίες αναφορικά με τις εμπορικές συμφωνίες όπως αυτή μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ επικεντρώνονται στις ανησυχίες για το πώς η προστασία ξένων επιχειρήσεων μπορεί να υπονομεύσει την εθνική κυριαρχία. Στην Ευρώπη υπάρχει ταυτόχρονα μεγάλος θυμός για την αθρόα εισροή μεταναστών.

Γιατί όμως πολίτες τόσο προηγμένων οικονομιών φοβούνται τόσο τους ξένους; Το πρόβλημα είναι στο πώς ταξιδεύουμε πλέον. Οι περισσότεροι ταξιδιώτες έχουν περιστασιακή επαφή με την κουλτούρα μιας χώρας την οποία επισκέπτονται και δεν καταλαβαίνουν εύκολα του άλλους λαούς αφού δεν έρχονται σε στενή επαφή μεταξύ τους.

Τι μπορεί να γίνει όμως για τις μεγάλες αντιδράσεις κατά της παγκοσμιοποίησης; Με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Ουίνστον Τσόρτσιλ στρατοπέδευσε στον Λευκό Οίκο για 24 ημέρες ενισχύοντας τη συμμαχία με τις ΗΠΑ και τον Φραγκλίνο Ρούζβελτ. Αυτό το επίπεδο της εξοικείωσης μπορεί να είναι ο μεγαλύτερος εχθρός των σημερινών λαϊκιστών που τάσσονται κατά της παγκοσμιοποίησης.

Ο Χάρολντ Τζέιμς είναι καθηγητής Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Princeton, καθηγητής Ιστορίας στο European University Institute και συνεργάτης του Center for International Governance Innovation