Είναι η πρώτη φορά που ο Γιάννης Ξανθούλης παίρνει βραβείο σε 35 χρόνια συγγραφικής καριέρας! Οι κριτικοί, είτε στις εφημερίδες είτε σε επιτροπές βραβείων, πάντα τον ελάμβαναν υπόψη τους, το λογοτεχνικό σινάφι επίσης τον εκτιμάει και τον σέβεται, ωστόσο ποτέ δεν έπαυε να πλανιέται κάποια σκιά για την περίπτωσή του, ότι η λογοτεχνία του δεν ήταν αρκετά «βαριά» για βραβεύσεις, ενώ αντίθετα βάραινε αρνητικά η μακρά και επιτυχημένη του θητεία στην επιθεώρηση.

Από αυτή την άποψη, δεν άλλαξε κάτι. Γιατί και το βραβείο που πήρε τώρα του το έδωσαν οι αναγνώστες και όχι οι κριτικοί. Ενα τέτοιο βραβείο θα το είχε πάρει σίγουρα από χρόνια, αν υπήρχε, καθώς είναι από τους πλέον δημοφιλείς συγγραφείς της μεταπολιτευτικής περιόδου. Το κοινό του ευρύ και πολυσυλλεκτικό, γυναίκες και άντρες, άνθρωποι που διαβάζουν και άνθρωποι που δεν διαβάζουν ιδιαίτερα, έβρισκαν και βρίσκουν στα κείμενά του έναν πλούσιο συναισθηματικό κόσμο, μια διεισδυτικότητα και μια πρωτοτυπία στον τρόπο που βλέπει την καθημερινότητα, έναν τρόπο έκφρασης πολύ δικό του, ακατάταχτο, επίσης χιούμορ και ελαφρότητα δίπλα στη σοβαρότητα ή το δράμα.

Για ένα διάστημα τα βραβεία αναγνωστών είχαν και αυτά επικριθεί από μερίδα της κριτικής, ιδίως όταν τα είχε θεσπίσει το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Τώρα που ΕΚΕΒΙ δεν υπάρχει πια και τη σκυτάλη του βραβείου έχει πάρει ο ιδιωτικός τομέας που κάλυψε το κενό, υπάρχουν λιγότεροι λόγοι επικριτικών τοποθετήσεων. Επίσης ο τρόπος με τον οποίο οργανώνουν τον διαγωνισμό τα καταστήματα Public, από τότε που πήραν αυτή την πρωτοβουλία, εδώ και τρία χρόνια, είναι τέτοιος που δεν αναδεικνύει σώνει και καλά το βιβλίο που είναι πρώτο σε πωλήσεις. Την πρώτη χρονιά το βραβείο της κατηγορίας μυθιστορήματος το πήρε η Αλκη Ζέη, τη δεύτερη ο Χρήστος Χωμενίδης και τώρα το πήρε ο Γιάννης Ξανθούλης για το μυθιστόρημά του «Την Κυριακή έχουμε γάμο», το οποίο μάλιστα αποτελεί και ένα σημείο καμπής στην πορεία του ως συγγραφέα.

Τα συζητήσαμε όλα αυτά μαζί του και καταγράφουμε εδώ την ενδιαφέρουσα άποψή του που δόθηκε σε ήπιους τόνους, χωρίς διάθεση αντιπαράθεσης. «Τόσο πολιτικά όσο και συγγραφικά δεν ανήκω κάπου» λέει στο «Βιβλιοδρόμιο». «Δεν είναι φτιαχτό αυτό που λέω, δεν είμαι ούτε αριστερός ούτε δεξιός ούτε κεντρώος ούτε τίποτα. Είμαι ό,τι εκφράζω είτε δημοσιογραφικά μέσα από τα χρονογραφήματά μου είτε συγγραφικά μέσα από τα βιβλία μου. Η ουδετερότητα, βέβαια, δεν βοηθάει. Με έχουν πει, με υποτιμητική διάθεση, επιθεωρησιογράφο. Ωστόσο, θα πρέπει να θυμηθούμε τον Φελίνι που λάτρευε το τσίρκο και την Ειρήνη Παπά που έχει πει ότι οι καλύτεροι ηθοποιοί μας είναι της επιθεώρησης, ο Ορέστης Μακρής και ο Βασίλης Αυλωνίτης. Είναι η γοητεία της ευτέλειας. Ηθελα το παρασκήνιο. Με απασχόλησε η ελαφρότητα και αυτό μου το χρεώνουν. Επίσης όλοι μισούμε τη σοβαροφάνεια και συζητάμε γι’ αυτήν, αλλά όλοι πέφτουμε στην παγίδα της. Είναι το όγδοο αμάρτημα η σοβαροφάνεια. Κάποιοι μάλιστα που την καλλιεργούν συστηματικά δεν καταλαβαίνουν πόσο φαίνονται εκτός θέματος σε μια τέτοια ανακατωμένη εποχή. Δεν είναι τυχαίο που η παραλογοτεχνία έγινε λογοτεχνία, σήμερα λ.χ. εκτιμάμε πολύ τον Γιάννη Μαρή και ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα ζει τη χρυσή εποχή του, καθώς ο κόσμος προσπαθεί μέσα από αυτό να υπερασπιστεί την ηθική του καλού».

Ο Γιάννης Ξανθούλης, πρέπει βέβαια να πούμε, απέχει πολύ από την εικόνα του συγγραφέα που είναι απομονωμένος από τον κόσμο ή ζει και αναπνέει αποκλειστικά για το επόμενο χειρόγραφο, αδιαφορώντας και για το τι γίνεται γύρω του αλλά και για τις άλλες τέχνες. Παρακολουθεί τα πάντα. Είναι πρώτα απ’ όλα ένας παθιασμένος αναγνώστης. Εχει ήδη προλάβει να διαβάσει τέσσερα-πέντε από τα νέα ελληνικά μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν το τελευταίο δίμηνο (λέει λ.χ. πόσο πολύ του άρεσε το νέο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, περισσότερο από άλλα παλιότερά του μυθιστορήματα), ενώ διαβάζει με το ίδιο πάθος και ξένη λογοτεχνία. Οσο όμως είναι άνθρωπος της λογοτεχνίας άλλο τόσο είναι άνθρωπος του θεάτρου. Ενώ είναι γνώστης και του κόσμου των ελλήνων εικαστικών. Αλλωστε σχεδιάζει κιόλας. Ισως κάτι που εκφράζει σχετικά ικανοποιητικά την ψυχοσύνθεσή του (αν και όχι ολοκληρωμένα, οπωσδήποτε) είναι ένας από τους πίνακες που έχει στο σαλόνι του σπιτιού του. Ενδεχομένως αυτός που χτυπάει περισσότερο στο μάτι: ένα πορτρέτο της Αλίκης Γεωργούλη που έχει φιλοτεχνήσει ο ζωγράφος Δήμος Σκουλάκης.

Το επιβεβαιώνει αμέσως: «Με ενδιέφερε πάντα η μαγεία του θεάτρου» μας λέει. «Είτε αυτό λεγόταν Υπόγειο του Κουν είτε Ακροπόλ είτε Θέατρο Βέμπο».

Πιστεύει όμως ότι υπάρχει ένα σημείο στο οποίο η λογοτεχνία υπερέχει: στη χρήση του χιούμορ. Το εξηγεί: «Η εποχή μας δεν έχει πολύ χιούμορ. Το χιούμορ σκαλώνει κάπου. Παλιά το υπονοούμενο δούλευε καλύτερα. Αρκούσε ένα κλείσιμο του ματιού ή ένα βήξιμο σε ένα έργο που παιζόταν επί δικτατορίας, λ.χ., για να πάρει ο κόσμος αμέσως το μήνυμα και να γελάσει ή να αισθανθεί τι θέλεις να πεις. Σήμερα όλα λέγονται ωμά. Ολα φωτίζονται με τόσο σκληρό φωτισμό που παύουν να έχουν ενδιαφέρον. Ισως το βιβλίο είναι ο τελευταίος θύλακος της εσωτερικότητας και του υπονοούμενου. Μόνο το βιβλίο υπερασπίζεται τη μυστικότητα ή και το χιούμορ.

Γι’ αυτό και στο τελευταίο μου μυθιστόρημα ήθελα να διασκεδάσω γράφοντας. Να είναι ένα γελαστικό βιβλίο, με τον δικό μου τρόπο, όπως είναι και η προσωπικότητά μου. Τη σημερινή εποχή κυριαρχούν τα ανέκδοτα, αλλά εγώ σιχαίνομαι τα ανέκδοτα. Μόλις ακούσω κάποιον να λέει ήταν ένας Ελληνας, ένας Αγγλος και ένας Ρώσος, λιποθυμάω επιτόπου».

«Ηθελα να ξεμπερδεύω με την αθωότητα»

Τι άλλο ήθελε να κάνει στο «Την Κυριακή έχουμε γάμο»; «Ηθελα να ξεμπερδεύω με την αθωότητα. Με το παιδί που ήταν μεταξύ ορφάνιας και μη ορφάνιας. Εχω κάνει κατάχρηση, συγγραφικά, με την παιδική ηλικία. Επειδή ήταν μια ζοφερή εποχή. Βέβαια σπάνια μπορώ εκ των υστέρων να θυμηθώ τι ακριβώς ήθελα να κάνω με ένα βιβλίο όταν το άρχιζα. Μόνο ίσως για το “…ύστερα ήρθαν οι μέλισσες” μπορώ να πω με σιγουριά ότι ήθελα να μιλήσω για τα θεατρικά μπουλούκια που τα λάτρευα, στις λουτροπόλεις του Μεταπολέμου. Γενικά όμως με στοίχειωνε η παιδική ηλικία, που ήταν φορτισμένη από τις νευρώσεις των γονέων. Ο πατέρας μου ήταν ηλεκτρολόγος. Δεν ήταν κομμουνιστής, ήταν στην αντιστασιακή οργάνωση του Κανελλόπουλου. Κάποτε τον συνέλαβαν και τον πήγαν στη Βουλγαρία να τον απαγχονίσουν. Καταλαβαίνετε πώς ήταν η μητέρα μου. Πολύ αργότερα, που είχε πια επιστρέψει, η μητέρα μου έλεγε να μην τον ακουμπάω ποτέ στη φτέρνα. Ο λόγος ήταν ότι αναστατωνόταν επειδή τους υπό εκτέλεση τους ξύπναγαν χάραμα στη φυλακή ακουμπώντας τους στο πόδι για να τους πάνε στην κρεμάλα. Εμένα πάλι μου φαινόταν ένας τεράστιος παραλογισμός όλο αυτό. Και έβλεπα τον πατέρα μου σαν Αχιλλέα».

Ταυτότητα

«Ψάχνουμετις ρίζες μαςστα μουσεία»

Παρόλο όμως που έχει γράψει τόσα και τόσα για τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60, δεν αισθάνεται νοσταλγία. «Οχι, δεν είμαι νοσταλγός» λέει. «Με ενοχλεί, βέβαια, που τώρα όλες οι πόλεις μοιάζουν με το Γαλάτσι ή σαν Γαλάτσι με θάλασσα – χωρίς να υπονοώ τίποτα για το Γαλάτσι. Οτι έχουν ισοπεδωθεί από άποψη αισθητικής. Υπάρχει και βαθιά μετάλλαξη των ηθών επίσης».

Ο Γιάννης Ξανθούλης θεωρεί και ότι η όποια «ελληνική ταυτότητα» είναι «χαμένη από καιρό. Ψάχνουμε τις ρίζες μας στα μουσεία» λέει. «Κάθε πόλη έχει από δυο – τρία μουσεία. Λες και στοιβάζουμε τις αναμνήσεις μας σαν κάτι πολύτιμο αλλά μουσειακό. Και γι’ αυτό είμαστε επισκέπτες. Που θαυμάζουμε σε προθήκες αυτά που μας καθόρισαν. Θα έπρεπε στις προθήκες αυτές να υπάρχουν και τα κλασικά παλιά αποχωρητήρια. Βρίσκονταν εκτός σπιτιού και όταν πήγαινες χαιρετιόσουν με τους άλλους!».

Τις μεγάλες κοινωνικές ή πολεοδομικές αλλαγές, όμως, προτιμάει να τις παρατηρεί στην Τουρκία, όπου πηγαίνει συχνά τα τελευταία είκοσι χρόνια, έχει μάθει και τουρκικά. «Είναι σχιζοφρενικός ο τρόπος με τον οποίο αλλάζει η Κωνσταντινούπολη. Η μετάλλαξή της είναι τεράστια και γι’ αυτό αξιοθέατη. Αυτό όμως που έχει αλλάξει περισσότερο με την τεχνολογία είναι ο χρόνος. Οι δικοί μου χρόνοι είναι οι παλιοί χρόνοι, αυτοί που ήξερα καλύτερα. Η εφιαλτική γραφικότητα, όπως φαντάζει σήμερα, να θέλεις δέκα ώρες για να φτάσεις στην Αλεξανδρούπολη με το τρένο. Αισθάνομαι περιθωριοποιημένος στον κόσμο αυτόν της τεχνολογίας. Αλλά αυτό δεν είναι καινούργιο. Από μικρός έτσι αισθανόμουν, μαύρο πρόβατο. Πάντα. Ολοι μαζί κι ο κασιδιάρης χώρια!».

Γιάννης Ξανθούλης

Την Κυριακή έχουμε γάμο

Εκδ. Διόπτρα 2015, Σελ. 376

Τιμή: 15,50 ευρώ