Γιατί η αρχαία ελληνική γλώσσα να μη διδάσκεται από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο;

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η αρχαιοελληνική γλώσσα είναι το δομικό σύστημα του οποίου η γνώση μάς επιτρέπει τη μελέτη των αρχαιοελληνικών κειμένων χωρίς τη διαμεσολάβηση του μεταφραστή. Η γνώση όμως αυτή συμβάλλει και στη διεύρυνση του γλωσσικού κώδικα των παιδιών που διδάσκονται την αρχαία γλώσσα; Πρόκειται για μια υπόθεση που αν δεν διερευνήσουμε επιστημονικά, δεν μπορεί να αποτελεί αυταπόδεικτη αλήθεια –ούτε να ορίζει το εκπαιδευτικό μας πλαίσιο. Πόσω μάλλον όταν τα επιστημονικά πορίσματα επιβάλλουν άλλες επιλογές. Γιατί δεν φαίνεται να γίνεται επιστημονικά αποδεκτή και ούτε επιβεβαιώνεται ερευνητικά η άποψη ότι η γνώση των προγενέστερων σταδίων της γλώσσας αποτελεί όρο και προϋπόθεση για τη γνώση της μητρικής γλώσσας. Ισως να μπόρεσε κάποτε, σε δίσεκτα πράγματι χρόνια, να υποστηρίξει τη γνώση τής καθαρεύουσας, μιας τεχνητής γλώσσας από την οποία έχουμε ευτυχώς ξεφύγει. Η επικουρική αξιοποίηση της ιστορικής εξέλιξης της γλώσσας στην όποια διεύρυνση του γλωσσικού κώδικα των παιδιών, που και αυτό οφείλουμε να διερευνήσουμε, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την επιβάρυνση του σχολικού προγράμματος με τόσες ώρες διδασκαλίας της αρχαιοελληνικής γλώσσας. Και είναι να απορεί κανείς που μια τέτοια άποψη φαίνεται να προβάλλεται ως κυρίαρχη σήμερα. Σαν να παραμένουμε εγκλωβισμένοι σε παρωχημένα ιδεολογικά σχήματα που συνδέουν το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών με την καλλιέργεια του γλωσσικού εθνικού οργάνου, το οποίο μπορεί να διασφαλίσει και να πιστοποιήσει ταυτόχρονα τη συνέχεια της εθνικής μας ταυτότητας. Δεν χάνεται όμως έτσι η παιδευτική αξία του μαθήματος;

Γιατί αυτή η συζήτηση σήμερα; Γιατί έχει ξεκινήσει ένας διάλογος και πρέπει πράγματι χωρίς ιδεοληψίες να συζητήσουμε τα ουσιαστικά προβλήματα της εκπαίδευσής μας. Και ο προσανατολισμός της είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος. Θα κινηθούμε πάλι με οδηγό επιστημονικά αναπόδεικτες, οπότε και στερεότυπες αντιλήψεις ή θα δοκιμάσουμε διαφορετικούς τρόπους για να συζητήσουμε ακόμη και τις διαφορετικές μας οπτικές; Γιατί στη δεύτερη περίπτωση είναι που νομίζω ότι όχι μόνο θα μπορέσουμε να αναζητήσουμε τι είναι πραγματικά καλύτερο για όλα τα παιδιά, αλλά και θα γίνουμε πιο επινοητικοί και στοχαστικοί σε αυτή την αναζήτηση.

Ο Βασίλης Τσάφος είναι εκ των πανεπιστημιακών που υπέγραψαν το κείμενο. Φιλόλογος, επίκουρος καθηγητής Παιδαγωγικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών