Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τα Τμήματα Φυσικής (δρ Βίβιαν Δορίζα, επίκουρη καθηγήτρια Μαργαρίτα Ασημακοπούλου) και Βιολογίας (επίκουρη καθηγήτρια Ευαγγελία Καψανάκη – Γκότση) του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αρχισε πριν από τρία χρόνια και ολοκληρώθηκε πριν από ενάμιση χρόνο.

Εγινε σε εννέα σχολεία, σε Αχαρνές και Παλλήνη. Οι πειραματικές μετρήσεις διήρκεσαν από την 1η Απριλίου έως την 31η Μαΐου 2013. Συνολικά πραγματοποιήθηκαν 32 ημέρες δειγματοληψίας στα εννέα φυσικώς αεριζόμενα σχολεία.

Οι μετρήσεις σε κάθε σχολείο άρχιζαν 40 λεπτά πριν από την άφιξη των μαθητών στις τάξεις (στις 07.30) και ολοκληρώνονταν 40 λεπτά μετά την αναχώρηση των μαθητών (14.40) ώστε να εξεταστεί κατά πόσον η παρουσία και η δραστηριότητά τους στις αίθουσες επιδρούν στις συγκεντρώσεις των ρύπων. Συνολικά, οι ώρες δειγματοληψίας ξεπέρασαν τις 200.

Τα αποτελέσματα

Τα επίπεδα των αιωρούμενων σωματιδίων (κυρίως PM10) κυμάνθηκαν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα σε όλα τα σχολεία, ξεπερνώντας περισσότερες από έξι φορές τις προτεινόμενες οριακές τιμές. Επίσης ήταν πολλαπλάσια σε σχέση με τα αντίστοιχα επίπεδα στο εξωτερικό περιβάλλον, υποδεικνύοντας σημαντικές πηγές εσωτερικά των τάξεων.

Από τη μελέτη των ημερησίων διακυμάνσεων τόσο των αιωρούμενων σωματιδίων όσο και του διοξειδίου του άνθρακα βρέθηκε ότι οι συγκεντρώσεις ήταν ιδιαίτερα αυξημένες τις δύο πρώτες διδακτικές ώρες. Αιτία των συγκεκριμένων ακραίων τιμών θα μπορούσε να είναι η παρατεταμένη διάρκεια των συγκεκριμένων διδακτικών ωρών με κλειστά παράθυρα.

Η χημική ανάλυση των αιωρούμενων σωματιδίων έδειξε για το εξωτερικό κομμάτι υψηλό βαθμό ανθρωπογενούς ρύπανσης ενώ στις τάξεις η χρήση κιμωλίας οδηγεί σε αύξηση των επιπέδων των αιωρούμενων σωματιδίων.

Αλλεργίες, νύστα και ερεθισμός της μύτης ήταν τα συμπτώματα του άρρωστου κτιρίου που εμφανίστηκαν συχνότερα στο σύνολο των μαθητών. Πολλά από τα συμπτώματα συσχετίστηκαν θετικά με τα επίπεδα των αιωρούμενων σωματιδίων, το διοξείδιο του άνθρακα και τη συγκέντρωση των αερομεταφερόμενων μυκήτων.

Βρέθηκε ότι οι επιδόσεις των μαθητών συσχετίστηκαν αρνητικά με τα επίπεδα του διοξειδίου του άνθρακα.

Οι μέσες τιμές αερισμού ανά σχολείο ήταν υψηλότερες από τις προτεινόμενες τιμές από διεθνείς οργανισμούς για τα σχολικά κτίρια, γεγονός που αποδεικνύει ότι υπάρχουν επαρκώς αεριζόμενες τάξεις για την πλειονότητα των υπό μελέτη σχολείων.

Τι έχει μετρηθεί στην έρευνα

Αιωρούμενα σωματίδια με διάμετρο μικρότερη από 10 μικρόμετρα (μm) τα PM10 από 2,5 μm (PM2,5) και από 1 μm (PM1). Προέρχονται κυρίως από φυσικές διεργασίες (πυρκαγιές, σκόνη εδάφους, θάλασσα) ή ανθρωπογενείς παράγοντες (καύσιμα αυτοκινήτων, τζάκια, βιομηχανίες).

Προκαλούν καρδιαγγειακές παθήσεις, δυσλειτουργίες στους ιστούς των πνευμόνων, καρκίνο και πρόωρους θανάτους. Στις συνέπειες συγκαταλέγονται ακόμη ο επίμονος βήχας, τα φλέματα, οι ζαλάδες και η αδιαθεσία.

Διοξείδιο του άνθρακα (CΟ2): Είναι αέριο του θερμοκηπίου και αποτελεί έναν από τους βασικούς ρύπους εσωτερικού περιβάλλοντος. Εκπέμπεται κυρίως από την εκπνοή.

Η πολύωρη έκθεση σε μέτριες συγκεντρώσεις CΟ2 μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για τον μεταβολισμό του ασβεστίου και του φωσφόρου και να προκαλέσει ζαλάδες. Σε μεγάλες ποσότητες παρουσιάζεται τοξικό για την καρδιά και προκαλεί αρρυθμίες.

Βιολογικοί ρυπαντές: Οι μύκητες και τα βακτηρίδια των κτιρίων απελευθερώνουν βιο-οργανικές πτητικές ενώσεις (MVOCs) που αποτελούν προϊόντα δευτερογενούς μεταβολισμού. Οι μύκητες ευθύνονται για απλές ασθένειες των πνευμόνων μέχρι και θάνατο, ενώ η εμφάνισή τους σχετίζεται άμεσα με τα επίπεδα μούχλας του κάθε χώρου.

Αερισμός: Είναι από τις βασικές παραμέτρους που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τα επίπεδα των αέριων ρύπων στο εσωτερικό περιβάλλον. Ο σωστός αερισμός διασφαλίζει την παροχή οξυγόνου για τον μεταβολισμό.

Ο ελλιπής αερισμός οδηγεί σε μη υγιή περιβάλλοντα, σε αυξήσεις βακτηριολογικών συγκεντρώσεων και σε «άρρωστα κτίρια» ενώ η αύξηση του εξωτερικού αέρα που εισέρχεται στους εσωτερικούς χώρους ίσως αποτελεί τη σημαντικότερη προσέγγιση για τη μείωση των συγκεντρώσεων των ρύπων.