Κανένας στην Ευρώπη δεν θέλει να δει σε επανάληψη μια κρίση με την Ελλάδα, όπως αυτή του περασμένου Ιουνίου. Οπως το έθετε πηγή των θεσμών, εκ των πραγμάτων ο ερχόμενος Ιούνιος θα είναι πολύ πιο δραματικός για την Ευρώπη που έχει μπροστά της δύο βόμβες έτοιμες να εκραγούν: το Προσφυγικό και το Brexit. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στους κόλπους των θεσμών εκτιμάται ότι οι Ευρωπαίοι θα επιλέξουν να ρίξουν τον Αλέξη Τσίπρα «στα μαλακά». Δηλαδή, ότι μπορεί να του επιτρέψουν να εφαρμόσει ένα πιο ήπιο πρόγραμμα, χωρίς τη συμμετοχή του ΔΝΤ.

Αυτό είναι ένα σενάριο που εξαρχής επεδίωκε η κυβέρνηση. Βέβαια, η επιλογή ενός αμιγώς ευρωπαϊκού προγράμματος θα πρέπει να έχει τη συγκατάθεση του Βερολίνου που επιμένει στη συμμετοχή του ΔΝΤ. Ακόμη και τώρα αρμόδιες πηγές δεν μπορούν να φανταστούν πώς η Γερμανία θα μπορέσει να πουλήσει στο εσωτερικό της μια συμφωνία χωρίς τη συμμετοχή του Ταμείου.

Ενα τέτοιο ενδεχόμενο είναι ανοικτό σε πολλές αναγνώσεις. Σύμφωνα με μία από αυτές, αν συναινέσουν σε ένα πρόγραμμα που θα αφήνει εκτός το ΔΝΤ οι Ευρωπαίοι στην πραγματικότητα θα κλωτσήσουν την μπάλα της απομείωσης του χρέους στην κερκίδα. Υπό αυτό το πρίσμα, αν και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εμφανίζεται ελαστικότερος στις δημόσιες τοποθετήσεις του, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαία η επισήμανσή του ότι η συζήτηση για τη βιωσιμότητα του χρέους δεν επείγει.

Η τακτική του παρελθόντος.Ενα άλλο σενάριο που συζητείται στους κόλπους των θεσμών είναι, προκειμένου να αποφευχθεί ένα ατύχημα με την Ελλάδα που έχει τον ερχόμενο Ιούλιο να αποπληρώσει 2,3 δισ. ευρώ στην ΕΚΤ, να χρησιμοποιηθεί η τακτική του παρελθόντος: να βρεθεί η χρυσή τομή ανάμεσα στο ευρωπαϊκό σκέλος των θεσμών, στο ΔΝΤ και στην κυβέρνηση με βάση τις προτάσεις της Κομισιόν, ώστε να υπάρξει μια κατ’ αρχάς συμφωνία ότι το πρόγραμμα βρίσκεται on track (στη σωστή κατεύθυνση).

Το εντυπωσιακό είναι ότι, σε αντίθεση με όσα άφηνε να εννοηθούν η κυβέρνηση και με εξαίρεση όσα διέρρευσαν στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» (ότι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος κάλεσε τους δανειστές να μεταφέρουν τη διαπραγμάτευση στην Ειδομένη), η κυβέρνηση δεν έθεσε το Προσφυγικό στις συζητήσεις με τους θεσμούς. Το γεγονός προκάλεσε έκπληξη στους εκπροσώπους των δανειστών που ήταν προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο. Μεγαλύτερη έκπληξη προκάλεσε όμως ότι δύο συναντήσεις που είχαν προγραμματιστεί για να συζητηθεί το δημοσιονομικό κόστος του Προσφυγικού δεν έγιναν ποτέ. Η εκτίμηση των θεσμών ήταν ότι είτε οι αρμόδιοι υπουργοί δεν ήταν έτοιμοι να καταθέσουν στοιχεία είτε κερδίζουν χρόνο για να εξετάσουν τι ακριβώς θα ζητήσουν από τους δανειστές.

Με την πλάτη στον τοίχο.Φαίνεται να είναι κοινός τόπος, πάντως, ότι όσο καθυστερεί η ολοκλήρωση της αξιολόγησης τόσο η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο και ενώπιον του διλήμματος αν θα πληρώσει μισθούς και συντάξεις ή τις υποχρεώσεις προς τους δανειστές και μάλιστα σε μια εξίσωση στην οποία το Προσφυγικό είναι η απρόβλεπτη μεταβλητή.

Η αποτυχία να επιτευχθεί συμφωνία με τους θεσμούς πριν από το Πάσχα των καθολικών, παρότι διασκεδάστηκε με θετικές δηλώσεις από την πλευρά τους, υποδεικνύει τις δυσκολίες που ενέχει η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης. Κι αυτό διότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει συμφωνία ούτε μεταξύ του ευρωπαϊκού σκέλους των θεσμών και του ΔΝΤ ούτε μεταξύ θεσμών και κυβέρνησης.

Οι αριθμοίλένε την αλήθεια

Η Κομισιόν υποστηρίζει ότι για να επιτευχθεί το πλεόνασμα του 2018 απαιτούνται μέτρα της τάξεως του 3% (ή 3,1%) του ΑΕΠ (ύψους 5,4 δισ.), το ΔΝΤ 4,5% (8,1 δισ.) και η κυβέρνηση 2,9%. Στην αρχή των συζητήσεων με τα κυβερνητικά στελέχη μάλιστα ο «ήπιος» Ντέκλαν Κοστέλο διαμήνυσε στους έλληνες συνομιλητές του ότι «δεν συμφωνούμε μεταξύ μας για το δημοσιονομικό κενό» αλλά «σε κάθε περίπτωση πρέπει να βρείτε ένα πακέτο μέτρων της τάξεως του 3%-3,5%». Το ΔΝΤ φέρεται να υποστήριξε – στο μοτίβο της πρόσφατης παρέμβασης του Πολ Τόμσεν μέσω του μπλογκ του – ότι θα μπορούσε να κατεβάσει τον λογαριασμό σε μέτρα της τάξεως του 2,5% του ΑΕΠ. Προϋπόθεση γι’ αυτό, όμως, θα ήταν είτε οι Ευρωπαίοι να αλλάξουν τους στόχους του προγράμματος είτε να προσφέρουν μια γενναία απομείωση του χρέους. Η πλευρά του Ταμείου εκτιμά ότι ακόμη και αν επικρατήσει η «ήπια» εκδοχή της Κομισιόν, απαιτούνται επιπλέον μέτρα της τάξεως του 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2018.