Στους αρχαίους χρόνους την έλεγαν Ταυρίδα. Σαν σταφυλή στον ουρανίσκο της Μαύρης Θάλασσας συνεχίζει να προκαλεί και σήμερα την παγκόσμια εγρήγορση ως διαφιλονικούμενο σημείο γεωπολιτικών ορέξεων. Εκατόν δέκα ημέρες έμεινε ο Νίκος Κούνδουρος στο κριμαϊκό υπογάστριο της ψυχορραγούσας τότε Σοβιετικής Ενωσης για τις ανάγκες των γυρισμάτων της ταινίας του «Μπάιρον». Τις επιστολές που έγραψε εκείνη την περίοδο ο σκηνοθέτης του «Δράκου» προς τη γυναίκα του Σωτηρία Ματζίρη προσφέρουν σήμερα στο αναγνωστικό κοινό οι Εκδόσεις της Αγρας υπό τον τίτλο «Γράμματα από την Κριμαία, 1991» διασώζοντας –όπως διαχρονικά το αποδεικνύουν –την πολιτισμική αισθητική της επιστολογραφίας, που τείνει μοιραία να μετατραπεί σε μουσειακό είδος στην ψηφιακή εποχή της μινιμαλιστικής απεραντοσύνης των terabytes.

Η Σωτηρία Ματζίρη γράφει στο προτασσόμενο σημείωμα ότι είχε την αίσθηση πως αυτά τα γράμματα του Νίκου Κούνδουρου «γράφτηκαν για να διαβαστούν κι από άλλους». Δεν έχει άδικο. Κινούμενα στο μεταίχμιο μεταξύ επιστολικής γραφής από τη μια και ημερολογιακής καταγραφής εικόνων, ήχων, λέξεων και πραγμάτων από την άλλη, λειτουργούν και ως ευσύνοπτα στοχαστικά δοκίμια ή περιεκτικά υπομνήματα σχολιαστικού χαρακτήρα («μονόπλευρο κουβεντολόι»), που μαρτυρούν την ιδιαίτερη ματιά ενός ανήσυχου διανοούμενου πάνω στα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα στην αρχή της τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα. Εγκατεστημένος ο Κούνδουρος σε ένα σπίτι μέσα σε ομιχλώδες δάσος δίπλα σε ένα μικρό χωριό της Ουκρανίας είκοσι χιλιόμετρα από τη Γιάλτα, ανάμεσα σε ξύλα, γύψινες κατασκευές, σκαλωσιές, τοίχους από γκρίζο γρανίτη, με τις εργασίες να διακόπτονται από νεκρικές πομπές που διασχίζουν τον χώρο των σκηνικών, βυθίζεται στη σκηνοθετική δουλειά και το γράψιμο. Δηλωμένος λάτρης της ex nihilo δημιουργίας του καλλιτεχνικού έργου πασχίζει, δονκιχωτικά αντιμαχόμενος τις δυσκολίες, να περικλείσει στον «Μπάιρον» όσο μπορεί πιο πολλά από τα υλικά που «έχει μαζέψει στον σκουπιδότοπο του μυαλού του». Ορκισμένος εχθρός κάθε μορφής ανελευθερίας και ολοκληρωτισμού, «παιδί του πολέμου και της Κατοχής και των στρατοδικείων και της τυφλής βίας, μεγαλωμένος με όνειρα και οράματα και πείσμα ατέλειωτο», βιώνει με ιδιαίτερη αγωνία τις ημέρες του πραξικοπήματος του 1991 όταν ένα στρατιωτικό ελικόπτερο θρυμμάτιζε βάναυσα τη σιωπηλή και θανατερή μουντάδα του δάσους, ενώ ο Γκορμπατσόφ ήταν περικυκλωμένος σε κάποιο σπίτι στο ίδιο δάσος. Ωστόσο, όσες και αν ήταν οι δυσκολίες και οι διακοπές, η έγνοια επέστρεφε και πάλι στο καλλιτεχνικό όραμα του «Μπάιρον», υπάκουη στην καβαφική παρότρυνση «και πάλι το έργον σου θυμήσου / μες στην δοκιμασίαν».

Ο συγγραφέας τού «Ονειρεύτηκα πως πέθανα» νιώθει τη γυναίκα του εμψυχωτικά παρούσα πίσω από κάθε τρυφερή αλλά και σκληρή όψη της ζωής. Είναι το στημόνι που πάνω του υφαίνει δημιουργικά τις ημέρες της καλλιτεχνικής «εξορίας» του, δίνοντας ουσία και περιεχόμενο στα πράγματα: «Βλέπω από το ανοιχτό μπαλκόνι μου ένα πυκνό δάσος και πιο πέρα θάλασσα και βουνά κι αν δεν είσαι κι εσύ να τα δεις μου φαίνονται χάρτινα, σαν το ντεκόρ μου» (σ. 38). Οι σκέψεις του απλώνονται σε διάφορα πεδία: στην τυραννική νοσταλγία για το σπίτι στην Κρήτη με τη γεύση της θάλασσας και της ελιάς, στην οδυνηρή ανάμνηση του αδελφού του Ρούσσου, στη μοναξιά, στην καθημερινή αγωνία για το φιλόδοξο εγχείρημα του «Μπάιρον» («Αν ο Μπάιρον δεν γίνει καλή ταινία –πιο πολύ από καλή –θα τα παρατήσω και θα γίνω πάλι ζωγράφος», σ. 16). Συγκινητικός είναι ο de profundis εξομολογητικός τόνος όταν αποκαλύπτει λιγότερο γνωστές πλευρές του χαρακτήρα του που προσομοιάζουν με αυτές του οικουμενικού και αντιφατικού ήρωά του, του Βύρωνα, ή τη στιγμή που περιγράφει πώς η γεύση του από το πραξικόπημα της 19ης Αυγούστου 1991 του ξύπνησε εικόνες της παιδικής του ηλικίας, όταν το 1935 οι χωροφύλακες εισέβαλαν βίαια στο σπίτι γυρεύοντας τον καταζητούμενο για τα δημοκρατικά του φρονήματα πατέρα του.

Εκείνο όμως που αξίζει κανείς να επισημάνει είναι η αμείλικτα στηλιτευτική στάση του Νίκου Κούνδουρου απέναντι στην ευκολία που τείνει να εγκαθιδρυθεί στην επικράτεια της τέχνης: «Ετούτη η ταινία (ενν. «Ο Μπάιρον») που γεννιέται μέρα με την μέρα σε τούτη δω την άκρη της γης, θα περιέχει την ταπεινή κατάθεσή μου στον πολιτισμό των Ελλήνων και την αντίστασή μου στην ευτέλεια που μας κυκλώνει και κοντεύει να μας αχρηστέψει, καθώς οι σειρήνες του εύκολου και του ξεκούραστου και του ανέμελου έχουν αρχίσει να γλυκαίνουν τα αυτιά ολωνών μας» (σ. 41). Ο Ελύτης το έχει πει με ανάλογα αμείλικτο τρόπο: «Το κόκκινο πανί μου –το πιο κόκκινο –ήταν και είναι ακόμη η ευκολία».

Νίκος Κούνδουρος

Γράμματα από την Κριμαία, 1991

Εκδ. Αγρα, 2015,

Σελ. 104

Τιμή: 9,50 ευρώ