Στην Κουμουνδούρου, δεν είναι λίγοι εκείνοι που αναπολούν με νοσταλγία τα χρόνια της αντιπολίτευσης. Ηταν, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, η εποχή της πολιτικής τους αθωότητας. Τότε που πίστευαν πως θα στύλωναν τα πόδια απέναντι στους δανειστές, θα έσκιζαν τα Μνημόνια και θα έφερναν τη ριζική πολιτική μετατόπιση της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οπως όμως έχει πει και ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, η ωρίμαση του ΣΥΡΙΖΑ πραγματοποιήθηκε βίαια.

Κάπου εκεί εντάσσονταν και η υπόσχεση για την κατάργηση του ΤΑΙΠΕΔ και η διασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα των στρατηγικών τομέων της οικονομίας. Η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική, ενώ παράλληλα η μοίρα επιφύλασσε ένα σκληρό παιχνίδι στην κυβέρνηση της Αριστεράς.

Η υπογραφή της συμφωνίας της 12ης Ιουλίου, μαζί με όλα τα άλλα μέτρα που υποχρέωνε την κυβέρνηση να λάβει, προέβλεπε και τη δημιουργία ενός νέου ταμείου αποκρατικοποιήσεων. Εκεί θα μεταφέρονταν όλα τα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου που μπορούσαν να πουληθούν σε ιδιώτες, με ένα πολύ φιλόδοξο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων που σε βάθος 35ετίας μπορεί να αποδώσει μέχρι και 50 δισ. ευρώ. Μάλιστα, οι λεπτομέρειες αυτού του σχεδίου λίγο έλειψε να τινάξουν στον αέρα τη διαπραγμάτευση. Τελικά η συμφωνία επιτεύχθηκε και η κυβέρνηση, προκειμένου να κάμψει τις αντιδράσεις των κυβερνητικών βουλευτών, παρουσίασε τη δημιουργία του νέου Ταμείου σαν πολύ βελτιωμένη εκδοχή του ΤΑΙΠΕΔ. Προβλεπόταν πως τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις, εκτός από την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους, θα πήγαιναν σε δράσεις για την ανάπτυξη. Επίσης, η δημιουργία αποθεματικού που θα λειτουργούσε ως δικλίδα ασφαλείας για τη χρηματοδότηση των τραπεζών. Παρά τις διαβεβαιώσεις του οικονομικού επιτελείου πως θα διασφαλιστούν τα συμφέροντα του Δημοσίου, οι αποκρατικοποιήσεις πάγωσαν βουλευτές και κυβερνητικά στελέχη. Γκρίνια υπήρξε, ειδικά στη θυελλώδη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, παραμονές των εκλογών. Κανείς τους όμως δεν στράφηκε κατά των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει η κυβέρνηση. Οσοι ανοιχτά δήλωναν πως διαφωνούν, κυρίως για να αποφύγουν τις διαμαρτυρίες των ψηφοφόρων τους, τελικά πειθάρχησαν στην κομματική νομιμότητα.

ΗΤΑΝ ΑΝΤΙΘΕΤΟΙ. Ενδεικτικό του κλίματος που είχε δημιουργηθεί στον ΣΥΡΙΖΑ και στην κυβέρνηση είναι το γεγονός ότι ο υπουργός Ναυτιλίας Θοδωρής Δρίτσας, που χειρίστηκε τον διαγωνισμό για την πώληση του πλειοψηφικού πακέτου του ΟΛΠ, δήλωνε κάθετα αντίθετος με αυτόν, αλλά το έκανε. Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και ο υπουργός Μεταφορών Χρήστος Σπίρτζης, ο οποίος όταν υπέγραφε τη σύμβαση για την παραχώρηση των περιφερειακών αεροδρομίων δήλωνε πως το έκανε με πόνο καρδιάς.

Παράλληλα πάντως η κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να κατευνάσει τις –μικρότερες του αναμενομένου –αντιδράσεις στελεχών και των τοπικών κοινωνιών για τις ιδιωτικοποιήσεις, προχωρούσε σε ελιγμούς. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η εξαίρεση του παραλιακού μετώπου της Δραπετσώνας από τη σύμβαση παραχώρησης του ΟΛΠ, σε μια εκλογική περιφέρεια προπύργιο του ΣΥΡΙΖΑ όπως είναι η Β’ Πειραιά. Στο θέμα της Δραπετσώνας καθοριστικό ρόλο για την έκβαση της υπόθεσης έπαιξε η προσωπική προεκλογική υπόσχεση του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα.

ΟΙ ΠΙΕΣΕΙΣ. Επίσης, παρά τις πιέσεις που δέχθηκαν ακόμα και μέσα από την κυβέρνηση, οι αρμόδιοι υπουργοί Πάνος Σκουρλέτης, Θοδωρής Δρίτσας και Ευκλείδης Τσακαλώτος ήταν ανένδοτοι, επιμένοντας στην προώθηση και τελικά στην ψήφιση της τροπολογίας. Στην ίδια γραμμή κινήθηκαν και κατά την πρόσφατη διαπραγμάτευση για την τύχη του ΑΔΜΗΕ. Η συμφωνία προβλέπει τη διατήρηση του 51% στο Δημόσιο και την πώληση του 49%, δίνοντας έτσι επιχειρήματα στους κυβερνητικούς βουλευτές, οι οποίοι και θα μπορούν να δηλώνουν ότι η κυβέρνηση πέτυχε με σκληρή διαπραγμάτευση έναν από τους βασικούς της στόχους. Παράλληλα, τα μικρότερα κεφάλαια που χρειάστηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών οδηγούν την κυβέρνηση στη σκέψη να χρησιμοποιηθεί το μερίδιο αυτό, που προβλεπόταν από τις αποκρατικοποιήσεις ως εγγύηση για τη χρηματοδότηση των τραπεζών, για την ανακεφαλαιοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος. Αυτή η εξέλιξη, σημειώνουν από το Μέγαρο Μαξίμου, θα έλυνε κάπως τα χεριά των κυβερνητικών βουλευτών και θα μπορούσε να προλάβει αντιδράσεις, πριν καν αυτές εκδηλωθούν.