Πολλοί έχουν επιχειρήσει να αναπαραγάγουν με ποικίλους τρόπους, εδώ και πάνω από έναν αιώνα, τις αναγνωστικές εμπειρίες που μας έχει προσφέρει ο Μαρκ Τουέιν με το δίδυμο Τομ Σόγερ και Χοκ Φιν. Λίγοι τα έχουν καταφέρει, έστω και κατά προσέγγιση, ίσως γιατί η αμερικανική εμπειρία –απέραντη και ακόμη ανεξερεύνητη ενδοχώρα, πνεύμα πιονιέρων, γεωγραφικός εξωτισμός, νεογέννητη κοινωνική συνθήκη, παρθενικότητα της ματιάς στον κόσμο –δεν μπορεί να μεταφερθεί αλλού, και κυρίως όχι στην Ευρώπη με τα πυκνά και χιλιοδιαβασμένα ιστορικά της ίχνη. Ο Γερμανός Βόλφγκανγκ Χέρντορφ (1965-2013) τα κατάφερε ωστόσο να αποδώσει καλά την ενηλικίωση διά της φυγής που ζουν δύο πολύ διαφορετικά 14χρονα αγόρια, επαναμαγεύοντας τον χώρο και μυθοποιώντας την περιπέτεια. Το βιβλίο έγινε γρήγορα μπεστ σέλερ στη χώρα του και αλλού, ίσως γιατί μεταξύ άλλων επανανακαλύπτει την ανθρωπιά και τεκμηριώνει τη θεμελιακή αγαθοσύνη της ανθρώπινης φύσης. Από ό,τι φαίνεται, έχουμε ανάγκη από τέτοιους μύθους στους καιρούς που ζούμε.

Τα πρόσωπα

της περιπέτειας

Εχουμε λοιπόν εδώ δύο 14χρονα αγόρια που συναντιούνται σε ένα σχολείο του Βερολίνου λίγο πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές. Ο ένας, ο Μάικ που είναι και ο αφηγητής της ιστορίας, ανήκει σε πλούσια τριμελή οικογένεια, με μια μητέρα απούσα, αλκοολική, που μπαινοβγαίνει σε new age ιδρύματα απεξάρτησης και έναν πατέρα χονδροειδώς αδιάφορο, ελαφρώς γκομενιάρη, με την οικοδομική του επιχείρηση στα πρόθυρα της πτώχευσης. Παιδί δειλό και εσωστρεφές που συχνά ζει μόνο στη φαντασία του μέσω λογοτεχνικών προτύπων, παραγκωνίζεται από τους επιτυχημένους της τάξης και λοιδορείται από τον καθηγητή του όταν γράφει μια εκπληκτική έκθεση ιδεών περιγράφοντας την οικογενειακή του κατάσταση. Πρόκειται ίσως για το απολαυστικότερο κομμάτι του βιβλίου. Ο άλλος, ο Τσικ είναι μετανάστης, «Γερμανός του Βόλγα», άσχημος και απροσάρμοστος αλλά με διάθεση για μάθηση, με έναν αδελφό που πιθανότατα ανήκει στη ρωσική μαφία και από τον οποίο έχει ξεσηκώσει σειρά «κοινωνικών δεξιοτήτων» –μεταξύ τους και την κλοπή αυτοκινήτων. Αυτός ο τυπάκος λοιπόν που δανείζει το όνομά του στον πρωτότυπο τίτλο του βιβλίου, είναι και ο κατ’ εξοχήν πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο δημιουργός της πλοκής αλλά και φορέας ηθικών αξιών, πίστης, συνέπειας, συντροφικότητας και δοτικότητας. Είναι αυτός που θα θαυμάσει την προσωπικότητα του Μάικ και θα τον κάνει να πιστέψει στον εαυτό του, αυτός που θα τον πείσει να πάνε αιφνιδιαστικά στο πάρτι που δίνει η ωραία της τάξης Τατιάνα –με την οποία ο Μάικ είναι ερωτευμένος με την ιδεαλιστική δύναμη της πρώτης νιότης –όπου κανένας από τους δυο τους δεν έχει προσκληθεί, και να της παραδώσει το δώρο του. Είναι επίσης αυτός που θα γράψει μια άλλη εκπληκτική έκθεση για τις Ιστορίες του Κυρίου Κόινερ του Μπέρτολτ Μπρεχτ, όπου επανερμηνεύει τον μύθο μεταφέροντάς τον στο σύγχρονο μαφιόζικο πλαίσιο (σελ. 64-67).

Απόδραση στις εσχατιές του κόσμου

Το κυριότερο όμως: ο Τσικ θα εμφανισθεί ένα ωραίο πρωί οδηγώντας ένα κλεμμένο σαραβαλιασμένο Λάντα και θα πείσει τελικά τον Μάικ που πλήττει αφόρητα στην πισίνα του, εν μέσω καλοκαιρινών διακοπών και με τους γονείς του φευγάτους, να αποδράσουν μαζί προς άγνωστη κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα έχουν έναν προορισμό, μάλλον μυθολογικού τύπου. Πρόκειται για τη Βλαχία που, εκτός από τη Νότια Ρουμανία, στα γερμανικά αποδίδει υποτιμητικά και την έννοια του μη τόπου ή τρόπον τινά των εσχατιών του κόσμου. Οι δύο φίλοι θα φορτώσουν το Λάντα με υπνόσακους, έτοιμα γεύματα και λογής λογής άχρηστα αντικείμενα και θα εκδράμουν στην ύπαιθρο της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, όπου θα επανανακαλύψουν την ίδια τους τη χώρα. Θα φύγουν από τον αυτοκινητόδρομο για να μη συλληφθούν, θα αποθαυμάσουν ανατολές και ηλιοβασιλέματα, θα μάθουν να προσανατολίζονται με κατεύθυνση τον Νότο, θα διασχίσουν βάλτους, σταροχώραφα, δάση σημύδων, οροπέδια και απερημωμένα ορυχεία, θα κοιμηθούν στην ύπαιθρο ανακαλύπτοντας στα αστέρια άλλες ζωές και άλλους κόσμους, θα επανεφοδιαστούν με βενζίνη με τη βοήθεια μιας μικρής ρακοσυλλέκτριας που όταν μπανιαριστεί σε μια ορεινή λίμνη (πιθανότατα κάπου στη Σλοβακία) θα αναδυθεί ως τολμηρή καλλονή και θα αναλάβει την ερωτική ενηλικίωση του Μάικ, θα πυροβοληθούν από έναν περιθωριακό γέρο που δεν ξέρει αν υπήρξε κομμουνιστής ή ναζί, θα τύχουν της εύνοιας μιας οικογενειακής σέχτας όπου η μάνα αποδεικνύεται έξοχη δασκάλα των παιδιών της και εξίσου έξοχη μαγείρισσα.

Αφήγημα με

θετικό ισοζύγιο

Φυσικά, και με την παλιά τους ζωή να φαντάζει ήδη σαν ένα απόμακρο παρελθόν, η μυθική αυτή περιήγηση δεν προορίζεται να έχει ανέφελο τέλος. Προσπαθώντας να ξεφύγουν από την αστυνομία οι δύο φίλοι θα κατρακυλήσουν με το Λάντα σε έναν γκρεμό, ο Τσικ θα νοσηλευτεί στο τοπικό νοσοκομείο αφού περισώζονται από μια υπέρβαρη κυρία (άλλος ένα καλός άνθρωπος στην ιστορία μας, σε απόλυτη αντίθεση με όσα μας διδάσκουν οι γονείς, το σχολείο και η τηλεόραση), αλλά τελικά και ενώ ο Μάικ έχει μάθει να οδηγεί, θα πέσουν πάνω σε μια αλβανική νταλίκα που μεταφέρει γουρούνια, θα σωθούν ως εκ θαύματος και θα καταλήξουν ο μεν Τσικ σε αναμορφωτήριο ο δε Μάικ σε νοσοκομείο όπου ο πατέρας του θα τον γρονθοκοπήσει που τον εξέθεσε, υπό το βλέμμα της ξανά μεθυσμένης μάνας (το χειρότερο, αναίτια σκληρό και λιγότερο πειστικό κομμάτι του βιβλίου).

Ωστόσο οι δύο φίλοι δεν θα προδώσουν ο ένας τον άλλο στο δικαστήριο ανηλίκων. Ηδη έχουν γίνει θρύλοι μεταξύ των παιδιών της ηλικίας τους, η Τατιάνα δείχνει επιτέλους ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Μάικ, η ρακοσυλλέκτρια θα επανεμφανισθεί και ο Χέρντορφ θα μας έχει παραδώσει ένα αφήγημα με θετικό ισοζύγιο: πίστη στις καλές νεράιδες που κυβερνούν τα ανθρώπινα, υπαρξιακή αισιοδοξία, φρέσκια ματιά στον κόσμο και μια πρόταση για επανανάγνωση της περιβάλλουσας φύσης. Παρά τις λίγες απλοϊκότητες περί πολιτικής ορθότητας που παρεισφρέουν στο κείμενο, παρά το ότι το χιούμορ δεν είναι πάντα επιτυχημένο και τα επεισόδια της φυγής όχι ιδιαίτερα ευρηματικά, το βιβλίο αποδεικνύει ότι η ευτυχία είναι, πρόσκαιρα έστω, δυνατή, τουλάχιστον τόσο όσο και η αναγνωστική απόλαυση.

Wolfgang Herrndorf

Βερολίνο, γεια

Mτφ. Απόστολος Στραγαλινός

Εκδ. Κριτική 2015

Σελ. 280

Τιμή: 16 ευρώ