Την ώρα που οι παραδοσιακοί φαρμακοποιοί κάνουν λόγο για άλωση των φαρμακείων εξαιτίας της ολοκληρωτικής απελευθέρωσης του κλάδου, η φρέσκια φουρνιά φαρμακοποιών, γνωστών και ως «διευρυμένων», καθώς αντιμετώπισαν το άνοιγμα του ωραρίου ως ευκαιρία, αναζητούν νέους τρόπους ανάπτυξης. Την άλλη ματιά των φαρμακοποιών εκπροσωπεί το Φαρμακευτικό Αναπτυξιακό Ινστιτούτο Ελλάδας (ΦΑΝΙΕ), προσωρινή πρόεδρος του οποίου έχει οριστεί η Μαίρη Λυβίζου.

Οι διευρυμένοι –οι οποίοι τονίζουν από τη σύσταση του Ινστιτούτου τον περασμένο Απρίλιο ότι εστιάζουν στον ρόλο και τις προοπτικές του σύγχρονου φαρμακείου –επιμένουν ότι οι απεργιακές κινητοποιήσεις είναι ένας παρωχημένος τρόπος αντίδρασης, ιδίως όταν τελικοί αποδέκτες είναι οι πολίτες. «Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι δεν διεκδικούμε. Ομως διεκδίκηση δεν σημαίνει αποκλειστικά το κλείσιμο της εθνικής οδού ή των φαρμακείων. Διεκδίκηση σημαίνει διαπραγμάτευση με την κυβέρνηση. Και αποτελεί κοινή μας πεποίθηση ότι καμία κυβέρνηση δεν είχε και δεν έχει ως στόχο να καταστρέψει το ελληνικό φαρμακείο» δηλώνει η Μαρία Λυβίζου. Υπ’ αυτό το πρίσμα, στα χρόνια του Μνημονίου ο φαρμακευτικός κλάδος οδηγήθηκε σε κατάχρηση του απεργιακού δικαιώματος, ενώ επιδόθηκε σε συνεχείς κομματικές παλινωδίες σε μια προσπάθεια εύρεσης πολιτικών συμμαχιών, με αποτέλεσμα μεγάλη μερίδα της κοινωνίας να αντιμετωπίζει τις διεκδικήσεις των φαρμακοποιών με επιφύλαξη.

Σε ό,τι αφορά το άνοιγμα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των φαρμακείων, μέτρο που έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου ταυτίζοντάς το με το τέλος εποχής για τα φαρμακεία, οι διευρυμένοι διατηρούν πιο μετριοπαθή στάση, εκτιμώντας ότι η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να έχει και θετικές πτυχές. «Η εισροή ιδιωτικού κεφαλαίου δεν είναι κατ’ ανάγκην μια αρνητική εξέλιξη, δεδομένου ότι θα έδινε οικονομική ανάσα στους υπερχρεωμένους φαρμακοποιούς. Αρκεί να ισχύσουν αυστηροί κανόνες και προϋποθέσεις» σημειώνει η Μαρία Λυβίζου.

Ετσι, κόκκινη γραμμή για τα μέλη του ΦΑΝΙΕ δεν αποτελεί τόσο το ποσοστό συμμετοχής των πτυχιούχων φαρμακοποιών στα φαρμακεία όσο ο αποκλεισμός των γιατρών, των φαρμακαποθηκάριων και των εταιρειών παραγωγής φαρμάκων από το δικαίωμα κατοχής άδειας φαρμακείου. Και αυτό διότι στην αντίθετη περίπτωση «το φάρμακο παύει να είναι κοινωνικό αγαθό και μετατρέπεται σε εμπόρευμα, δεδομένου ότι η επιλογή και η προώθηση σκευασμάτων θα γίνεται με μοναδικό κριτήριο το κέρδος. Μοιραία η ανθρώπινη επαφή ανάμεσα στον φαρμακοποιό και τον ασθενή θα χαθεί». Στο σημείο αυτό εντοπίζει μία (ακόμη) διαπραγματευτική αστοχία του κλάδου, υποστηρίζοντας ότι μία «win – win» συμφωνία απαιτεί συμβιβασμούς. Ζητούμενο για το ΦΑΝΙΕ αποτελεί και η θέσπιση ενός σταθερού νομοθετικού πλαισίου που δεν θα αφήνει περιθώρια για εκπλήξεις στο μέλλον, διασφαλίζοντας έτσι ένα σταθερό πλαίσιο για νέες επενδυτικές κινήσεις.

Δεν είναι πάντως η πρώτη φορά που ο κλάδος διασπάται. Το ίδιο είχε συμβεί και στις αρχές του περασμένου καλοκαιριού, όταν ξέσπασε σφοδρή διαμάχη ανάμεσα στους φαρμακοποιούς και στην κυβέρνηση για την απελευθέρωση των δικτύων πώλησης των Μη Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων (ΜΗΣΥΦΑ). Και τότε το ΦΑΝΙΕ απείχε από τις κινητοποιήσεις. «Η Ελλάδα δεν αντέχει να μην είναι ενωμένη αυτές τις κρίσιμες ώρες», είχε υπογραμμίσει το Ινστιτούτο σε ανακοίνωσή του, καλώντας τον κλάδο να βρει άλλους τρόπους έκφρασης των δίκαιων αιτημάτων του.

Την ίδια περίοδο, με μία ακόμη ανακοίνωσή τους, οι διευρυμένοι άδραξαν την ευκαιρία για την έναρξη διαλόγου με επίκεντρο τον σύγχρονο ρόλο του φαρμακείου ως σημείου παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Τότε μεταξύ άλλων αιτήθηκαν την άρση της απαγόρευσης διάθεσης από τα φαρμακεία προϊόντων σχετικών με τη διατροφή, όπως τυποποιημένα τρόφιμα χωρίς γλουτένη ή λακτόζη. «Είναι τουλάχιστον παράδοξο να τίθεται θέμα πώλησης φαρμάκων (και να έχει επιτραπεί η διάθεση συμπληρωμάτων διατροφής) από άλλα κανάλια, ενώ απαγορεύεται η διάθεση από τα φαρμακεία ειδών που σχετίζονται άμεσα με τη θεραπεία και την αγωγή υγείας» επεσήμανε το Ινστιτούτο.

Η Μαίρη Λυβίζου, αν και είχε πτυχίο φαρμακοποιού, εργάστηκε επί χρόνια στον ιδιωτικό τομέα σε αντικείμενο που δεν είχε καμία σχέση με το φάρμακο. Οταν η κρίση χτύπησε τη χώρα μας, ήρθε αντιμέτωπη με την απόλυση, όπως συνέβη σε δεκάδες υψηλόβαθμα στελέχη.

Μόλις βρέθηκε αντιμέτωπη με την ανεργία, σκέφτηκε ότι έφτασε η ώρα να κάνει χρήση του πτυχίου της. Στον Δήμο Αχαρνών υπήρχαν διαθέσιμες άδειες για άνοιγμα φαρμακείου. «Δεν έχω μετανιώσει για την επιλογή μου. Υπό τις συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες που επικρατούν, εκτιμώ πως το φαρμακείο μου πηγαίνει καλά. Η απάντηση στις δυσκολίες είναι οι συνεχείς επενδύσεις σε εκπαιδευμένο προσωπικό και σε νέα προϊόντα» σημειώνει.

Η ίδια, όπως και η πλειονότητα των διευρυμένων φαρμακοποιών, είναι υπέρ των μεταρρυθμίσεων, αρκεί να προωθούν την ανάπτυξη του κλάδου, όπως για παράδειγμα στον τομέα παροχής υπηρεσιών υγείας και αισθητικής. «Είναι αναγκαίο να προσπεράσουμε τις όποιες αγκυλώσεις, μετατρέποντας τα φαρμακεία σε σταθμούς πρωτοβάθμιας υγείας. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να διενεργούμε απλές διαγνωστικές εξετάσεις, όπως είναι τα τεστ διάγνωσης διαβήτη, συνεισφέροντας τόσο στο κομμάτι της πρόληψης όσο και στη συμμόρφωση των ασθενών στη θεραπεία τους» καταλήγει η Μαρία Λυβίζου.