Με μια γενναία δόση υπερβολής, έχουμε να κάνουμε με ένα μικρό συναισθηματικό βαρόμετρο, με μια συσκευή πρόχειρου ξεσκαρταρίσματος των καλών και των κακών διαθέσεων: στην επικράτεια των πρώτων κινείται κανείς συμπάσχοντας έστω και στο ελάχιστο με τους ήρωες των Peanuts του Τσαρλς Σουλτς. Σε εκείνη των δεύτερων, στην περίπτωση που τους έχει γνωρίσει και δεν έχει σκάσει ούτε ένα αδιόρατο χαμόγελο.

Ετσι βέβαια είναι τα σημαντικά καλλιτεχνήματα: τραβούν μια ευδιάκριτη διαχωριστική γραμμή στο χώμα της μεγάλης αλάνας που σε αυτή εδώ τη μεταφορά αντιστοιχεί στη ζωή και καλούν αγόρια και κορίτσια να ξεδιαλύνουν ποια είναι η μεριά, εν προκειμένω της συναισθηματικής ειλικρίνειας και της αδιαφορίας.

Με τα λόγια του κομίστα Τομ Μπάτιουκ, «κάτω από την πρόσχαρη επιφάνεια υπήρχαν αδυναμίες και αγωνίες που όλοι βιώναμε, αλλά διστάζαμε να παραδεχτούμε. Μοιραζόμενος αυτά τα συναισθήματα μαζί μας, ο Σουλτς μας έδειξε τις κρίσιμες όψεις των κοινών ανθρώπινων ιδιοτήτων. Κάτι που για μένα είναι ο απόλυτος σκοπός της τέχνης».

Αρκετά όμως με τις διχαστικές γενικεύσεις. Οχι γιατί τα Peanuts ήταν τίποτα χαζοχαρούμενες ιστοριούλες: το πρώτο τους στριπ, που στις 2 Οκτωβρίου 1950 δημοσιεύθηκε σε εννέα αμερικανικές εφημερίδες, απεικόνιζε τον μικρό Τσάρλι Μπράουν να πιλαλάει χαρούμενος μπροστά από τον συνομήλικο Σέρμι, ο οποίος αφού εγκωμίαζε τον ήρωά μας, όταν αυτός απομακρυνόταν αναφωνούσε «πόσο τον μισώ».

Μέχρι τότε, σχεδόν κανένα παιδί δεν είχε εκφράσει παρόμοιο συναίσθημα σε εμπορικό κόμικ. Και όταν το καστ θα συμπληρωνόταν με τον ονειροπόλο και σκεπτόμενο μπιγκλ ονόματι Σνούπι, τη μέγαιρα Λούσι με τον ψυχιατρικό της πάγκο ή τον Λάινους με την «κουβέρτα ασφαλείας», το πράγμα θα γινόταν σαφέστερο: τόσο αυτοί όσο και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες ήταν, σύμφωνα με τον Ουμπέρτο Εκο, «οι τρομακτικές, εφιαλτικές προβολές όλων των νευρώσεων του σύγχρονου πολίτη της βιομηχανικής εποχής».

Αυτό φυσικά, συνδυασμένο με ένα γλυκόπικρο χιούμορ, ήταν το πιο ωραίο: αποδίδοντας σε μικρά παιδιά ενήλικα ζητήματα, τα Peanuts συμφιλίωναν την ανθρώπινη επιθυμία για απλές, καθησυχαστικές εξηγήσεις με τη γνώση ότι ο κόσμος είναι επώδυνα περίπλοκος και άδικος.

Η ΑΓΑΠΗ. Ειδικά στα μάτια του Τσάρλι Μπράουν ήταν αμείλικτος. Για εκείνον, οι μικρές χαρές της ζωής ήταν σταθερά άπιαστες –σαν την μπάλα που ετοιμαζόταν να κλωτσήσει και τελευταία στιγμή κάποιος την τραβούσε μακριά, σαν τον χαρταετό του που ποτέ δεν έφτασε ψηλά ή σαν την ομάδα του στο μπέιζμπολ, που ζήτημα ήταν να έχει κερδίσει ένα παιχνίδι στη γειτονιά.

Εστω κι έτσι, ο Τσάρλι ποτέ δεν το έβαζε κάτω. Συνέχιζε να ανέχεται τις γκαρίλες της Λούσι, τις εμμονές του Λάινους ή ενίοτε τα εκμεταλλευτικά κόλπα του κατοικιδίου του και αναζητούσε την ευτυχία, ξαπλωμένος συχνά με την παρέα σε ένα λοφάκι, προσπαθώντας να πετύχει μια καλή περιγραφή για τα σύννεφα που περνούσαν.

Είχε και μια αγάπη, που όμως δεν εμφανίστηκε ποτέ. «Ξέρεις γιατί δεν με προσέχει ποτέ αυτή η μικρή κοκκινομάλλα;» (σ.σ. η οποία δεν εμφανίστηκε ποτέ στα στριπ) ρωτούσε κάποτε τον Λάινους. «Γιατί είμαι ένα τίποτα! Οταν κοιτάζει προς τα εδώ δεν υπάρχει τίποτα. Πώς να δει κάποιον που είναι τίποτα;». Εκείνος δεν απαντούσε πολύ ενθαρρυντικά. «Εχεις κατάθλιψη», παρατηρούσε, «έτσι δεν είναι;».

Ο δημιουργός του, γεννημένος το 1922 στη Μινεάπολη, με εμπειρία στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και σπουδές στα κόμικς, πέθανε στον ύπνο του το Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2000, μία ημέρα πριν δημοσιευτεί στις αμερικανικές εφημερίδες το τελευταίο του στριπ. Μέχρι τότε είχε υπογράψει 17.897 άλλα που με τα τέσσερα πάνελ τους, την οριζόντια διάταξή τους, την απλότητα των γραμμών και τον ρυθμό τους είχαν ορίσει κυριολεκτικά το μέσο.

Τέτοια ήταν η αγάπη του κόσμου που τα επόμενα χρόνια οι χαρακτήρες των Peanuts ενέπνευσαν από θεματικά πάρκα και ονόματα διαστημοπλοίων μέχρι ταινίες κινουμένων σχεδίων (όπως το περίφημο «Charlie Brown Christmas») και πιτζάμες. Μεταφράστηκαν σε είκοσι περίπου γλώσσες –στην Ελλάδα εμφανίστηκαν τη δεκαετία του ’70 στο «Βήμα» και στον «Ταχυδρόμο», ενώ σήμερα κάποιες ιστορίες κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ερευνητές. Ολα αυτά φέρεται να απέφεραν στον Σουλτς μια περιουσία άνω του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, καθόλου ανεξήγητη επομένως δεν είναι και η δική τους μεταφορά στον επικερδή κινηματογράφο.

Η ταινία «Peanuts», σε σκηνοθεσία Στιβ Μαρτίνο, βγαίνει στις αίθουσες στις 5 Νοεμβρίου και είναι γυρισμένη με την τεχνολογία 3D. Αν επιτρέπεται, πάντως, αλλού θα κριθεί η επιτυχία της: στο να ξεχωρίσει τους Τσάρλι Μπράουν της αίθουσας από τους εχθρούς τους και να κάνει τους πρώτους να χαμογελάσουν έστω αδιόρατα με τα παθήματά τους. «Αποφάσισα», εκμυστηρευόταν κάποτε ο ήρωάς μας στον Λάινους, «να φοβάμαι μόνο για μία μέρα τη φορά».