Ετσι βέβαια είναι τα σημαντικά καλλιτεχνήματα: τραβούν μια ευδιάκριτη διαχωριστική γραμμή στο χώμα της μεγάλης αλάνας που σε αυτή εδώ τη μεταφορά αντιστοιχεί στη ζωή και καλούν αγόρια και κορίτσια να ξεδιαλύνουν ποια είναι η μεριά, εν προκειμένω της συναισθηματικής ειλικρίνειας και της αδιαφορίας.
Με τα λόγια του κομίστα Τομ Μπάτιουκ, «κάτω από την πρόσχαρη επιφάνεια υπήρχαν αδυναμίες και αγωνίες που όλοι βιώναμε, αλλά διστάζαμε να παραδεχτούμε. Μοιραζόμενος αυτά τα συναισθήματα μαζί μας, ο Σουλτς μας έδειξε τις κρίσιμες όψεις των κοινών ανθρώπινων ιδιοτήτων. Κάτι που για μένα είναι ο απόλυτος σκοπός της τέχνης».
Μέχρι τότε, σχεδόν κανένα παιδί δεν είχε εκφράσει παρόμοιο συναίσθημα σε εμπορικό κόμικ. Και όταν το καστ θα συμπληρωνόταν με τον ονειροπόλο και σκεπτόμενο μπιγκλ ονόματι Σνούπι, τη μέγαιρα Λούσι με τον ψυχιατρικό της πάγκο ή τον Λάινους με την «κουβέρτα ασφαλείας», το πράγμα θα γινόταν σαφέστερο: τόσο αυτοί όσο και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες ήταν, σύμφωνα με τον Ουμπέρτο Εκο, «οι τρομακτικές, εφιαλτικές προβολές όλων των νευρώσεων του σύγχρονου πολίτη της βιομηχανικής εποχής».
Αυτό φυσικά, συνδυασμένο με ένα γλυκόπικρο χιούμορ, ήταν το πιο ωραίο: αποδίδοντας σε μικρά παιδιά ενήλικα ζητήματα, τα Peanuts συμφιλίωναν την ανθρώπινη επιθυμία για απλές, καθησυχαστικές εξηγήσεις με τη γνώση ότι ο κόσμος είναι επώδυνα περίπλοκος και άδικος.
Εστω κι έτσι, ο Τσάρλι ποτέ δεν το έβαζε κάτω. Συνέχιζε να ανέχεται τις γκαρίλες της Λούσι, τις εμμονές του Λάινους ή ενίοτε τα εκμεταλλευτικά κόλπα του κατοικιδίου του και αναζητούσε την ευτυχία, ξαπλωμένος συχνά με την παρέα σε ένα λοφάκι, προσπαθώντας να πετύχει μια καλή περιγραφή για τα σύννεφα που περνούσαν.
Είχε και μια αγάπη, που όμως δεν εμφανίστηκε ποτέ. «Ξέρεις γιατί δεν με προσέχει ποτέ αυτή η μικρή κοκκινομάλλα;» (σ.σ. η οποία δεν εμφανίστηκε ποτέ στα στριπ) ρωτούσε κάποτε τον Λάινους. «Γιατί είμαι ένα τίποτα! Οταν κοιτάζει προς τα εδώ δεν υπάρχει τίποτα. Πώς να δει κάποιον που είναι τίποτα;». Εκείνος δεν απαντούσε πολύ ενθαρρυντικά. «Εχεις κατάθλιψη», παρατηρούσε, «έτσι δεν είναι;».
Τέτοια ήταν η αγάπη του κόσμου που τα επόμενα χρόνια οι χαρακτήρες των Peanuts ενέπνευσαν από θεματικά πάρκα και ονόματα διαστημοπλοίων μέχρι ταινίες κινουμένων σχεδίων (όπως το περίφημο «Charlie Brown Christmas») και πιτζάμες. Μεταφράστηκαν σε είκοσι περίπου γλώσσες –στην Ελλάδα εμφανίστηκαν τη δεκαετία του ’70 στο «Βήμα» και στον «Ταχυδρόμο», ενώ σήμερα κάποιες ιστορίες κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ερευνητές. Ολα αυτά φέρεται να απέφεραν στον Σουλτς μια περιουσία άνω του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, καθόλου ανεξήγητη επομένως δεν είναι και η δική τους μεταφορά στον επικερδή κινηματογράφο.
Η ταινία «Peanuts», σε σκηνοθεσία Στιβ Μαρτίνο, βγαίνει στις αίθουσες στις 5 Νοεμβρίου και είναι γυρισμένη με την τεχνολογία 3D. Αν επιτρέπεται, πάντως, αλλού θα κριθεί η επιτυχία της: στο να ξεχωρίσει τους Τσάρλι Μπράουν της αίθουσας από τους εχθρούς τους και να κάνει τους πρώτους να χαμογελάσουν έστω αδιόρατα με τα παθήματά τους. «Αποφάσισα», εκμυστηρευόταν κάποτε ο ήρωάς μας στον Λάινους, «να φοβάμαι μόνο για μία μέρα τη φορά».