Θρήνος, οδυρμός και κοπετός. Ωδές και νεκρολογίες. Σπαραγμός για το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου που δεν είναι καν νεκροφάνεια. Επανέρχεται κάθε τόσο εδώ και τρία χρόνια, από τότε που τέθηκε θέμα επαναπροσδιορισμού της λειτουργίας τους, αλλά τώρα πήρε διαστάσεις εθνικού πένθους. Κλείνουν, λέει, τα περίπτερα. Που δεν κλείνουν, απλώς οι άδειες δεν αποτελούν πλέον κληρονομικό χάρισμα. Δεν θα σταθώ στο αν είναι λογικό ή παράλογο, σίγουρα όμως δεν είναι ό,τι χειρότερο μας επιφύλασσαν τα Μνημόνια.

Πέραν της ουσίας, όμως, για άλλη μία φορά είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που επενδύουμε στη νοσταλγία, αποδίδοντάς της ακόμη και πολιτική υπεραξία. Τι δεν γράφτηκε και δεν ειπώθηκε αυτές τις ημέρες. Για τους «κίτρινους ναούς» των παιδικών μας χρόνων, για τους «φάρους» των χωριών και των πόλεων, για την παγκόσμια ελληνική πρωτοτυπία (τι να χαμπαρίσουν οι κουτόφραγκοι από μικροεπιχειρηματικότητα), για τα χρόνια της σοκολάτας Melo και του «Ρομάντσο», για τα τρυφερά ψιθυρίσματα των κοριτσιών στους αγαπητικούς από το τηλέφωνο του γωνιακού περιπτέρου και άλλα τέτοια. Με την αμείλικτη σφραγίδα «Τέλος εποχής», λες και υπάρχει κάπου καταγραμμένη η «εποχή των περιπτέρων». Μέχρι που εντάχθηκε και αυτό στη συνωμοσία αφελληνισμού της χώρας από τα ξένα κέντρα. Το καλύτερο βέβαια το είπε αγανακτισμένος περιπτερολάγνος που απεφάνθη: «Ρε σεις, το περίπτερο είναι ενταγμένο στην πνευματική κληρονομιά μας. Πώς θα γραφόταν το «Ενα λεπτό, περιπτερά»;». Ελα μου ντε;

Ψυχραιμία παιδιά! Η νοσταλγία δεν σκοτώνει. Δεν έχει τόση δύναμη. Μια χαρά αποβλακώνει όμως. Παγιδεύοντάς σε στη γραφικότητα.