Ο τόνος δινόταν από την αρχή. Από το πώς αυτός ο ατάραχος ψηλέας με τις φαβορίτες, το ναυτικό παλτό και το πουράκι συστηνόταν στο κοινό του. Για την ακρίβεια, από το πώς παραχωρούσε το μπάσιμό του στη σκηνή, ώστε πριν από οτιδήποτε άλλο να ακουστεί κάποιος πολύ σημαντικότερος που θα αποτελούσε ζωντανό φόντο αρκετών περιπετειών του. «Είμαι ο Ειρηνικός Ωκεανός και είμαι ο μεγαλύτερος όλων» διάβαζε λοιπόν κανείς στο πρώτο καρέ της πρώτης μεγάλης ιστορίας του Κόρτο Μαλτέζε. «Με ονομάζουν έτσι εδώ και πολλά πολλά χρόνια, αλλά δεν είναι αλήθεια ότι είμαι πάντα ήρεμος. Είναι φορές που αγριεύω και ξεσπάω πάνω σε όλους και σε όλα. Σήμερα, για παράδειγμα, μόλις ηρέμησα από την τελευταία έκρηξη οργής μου. Χθες ξέσπασα σε τρία ή τέσσερα νησιά και άλλα τόσα καρυδότσουφλα, που οι άνθρωποι ονομάζουν πλοία. Αυτό εδώ, ναι, αυτό που βλέπετε, δεν ξέρω πώς τα κατάφερε να γλιτώσει. Ισως γιατί ο καπετάνιος του, ο Ρασπούτιν, ξέρει καλά τη δουλειά του και οι ναύτες του είναι από τα νησιά Φίτζι. Ή ίσως γιατί έχουν κάνει συμφωνία με τον διάβολο. Αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία σήμερα. Σήμερα είναι η Ταροβεάν, η μέρα των εκπλήξεων, η μέρα όλων των αγίων. Η 1η Νοεμβρίου του 1913».

Ηταν η περίφημη και εξόχως μελωδική «Μπαλάντα της αλμυρής θάλασσας». Κυκλοφόρησε το 1967 στο περιοδικό «Sergeant Kirk» και ο Ιταλός Ούγκο Πρατ είχε γράψει την παρτιτούρα της με τις αυθόρμητες, επιμήκεις και ποιητικές γραμμές του. Αυτές, με τη σειρά τους, σχημάτιζαν τις μορφές αδίστακτων λαθρεμπόρων, πολυμήχανων ιθαγενών, τον μυστηριώδη Καλόγερο, τον αυστηρό γερμανό υποπλοίαρχο Σλούτερ αλλά και εκείνον τον Ρασπούτιν, όμοιο στη μορφή και στο όνομα με τον ρώσο μυστικιστή, ή τη νεαρή Πανδώρα με τη σπάνια, ακόμα και για κάποιον πολυταξιδεμένο, ομορφιά. Λίγο παραδίπλα από το κέντρο αυτού του σύμπαντος, καθότι αδιάφορος για οποιονδήποτε κομπασμό, στεκόταν ο Κόρτο Μαλτέζε. Ο λιγομίλητος γιος ενός ναύτη από την Κορνουάλη και μιας ανδαλουσιανής μάγισσας (γνωστή για τον άλλο τρόπο που έβγαζε το ψωμί της και ως «το κορίτσι του Γιβραλτάρ»), ο οποίος αντίκρισε το φως της Βαλέτας το σωτήριο έτος 1887. Ο έφηβος που μεγάλωσε στην εβραϊκή συνοικία της Κόρδοβας και που όταν ανακάλυψε ότι από την παλάμη του απουσίαζε η γραμμή του πεπρωμένου, χάραξε με τον πατρικό σουγιά μια δικιά του. Ο ταξιδιάρης ναυτικός που προτιμούσε να κάνει ήσυχος τις καθαρές ή λιγότερο καθαρές δουλειές του, ενστικτωδώς όμως στήριζε κάθε κολασμένο της γης. Ο τυχοδιώκτης με τη χρυσή καρδιά.

Κοσμοπολιτισμός

Ως συνήθως, ο χαρακτήρας και τα κατορθώματά του δεν ήταν αποκλειστικά προϊόν φαντασίας. Γεννημένος το 1927 στο Ρίμινι, ο Πρατ είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας στη Βενετία, σε κοσμοπολίτικο οικογενειακό περιβάλλον. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός και η μητέρα του γνώριζε όλα τα μυστικά της εβραϊκής καμπάλα ή της χαρτομαντείας. Οι ρίζες των παππούδων του εκτείνονταν από Αγγλία μέχρι Τουρκία, ενώ μια μακρινή συγγένεια υπήρχε και με τον ηθοποιό που θα γινόταν γνωστός ως Μπόρις Καρλόφ. Το 1937 μετακόμισε οικογενειακώς στην κατακτημένη από τον Μουσολίνι Αβησσυνία, στη διάρκεια όμως του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο πατέρας του ξεψύχησε στα χέρια των Βρετανών. Ο μικρός Ούγκο με τη μητέρα του μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδο αιχμαλώτων και εκεί ήταν που, αγοράζοντάς τα από τους φρουρούς του, πρωτογνώρισε τα κόμικς. Οταν με τα πολλά επέστρεψε στην Ιταλία, ήξερε με τι θα ασχοληθεί. Οι πρώτες του συνεργασίες ήταν με ονόματα όπως του Ντίνο Μπατάλια. Για λίγο βρέθηκε να εργάζεται στο Μπουένος Αϊρες ή στο Λονδίνο. Τα επόμενα χρόνια θα τον έβρισκαν στην Ελβετία ή στη Γαλλία, στην οποία μάλιστα θα έκαναν ντεμπούτο όσες περιπέτειες του Μαλτέζε διαδέχθηκαν την «Μπαλάντα». Ο ήρωάς μας εμφανιζόταν στο «Pif». Ηταν το νεανικό περιοδικό του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας.

Εκείνος, από την άλλη, ήταν ο ορισμός του ανένταχτου. Εμπνευσμένος από τα έργα των Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, Τζόζεφ Κόνραντ ή Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ, ήταν ένας μελαγχολικός και ονειροπόλος νομάς, ένας «τζέντλεμαν της καλοτυχίας» που ζούσε περιπέτειες στον «Αστερισμό του Αιγόκερου», στο «Χρυσό σπίτι της Σαμαρκάνδης», στο «Βενετσιάνικο παραμύθι» ή στα «Αιθιοπικά». Με φόντο τα σκηνικά που ο Πρατ έστηνε με εμμονή στη λεπτομέρεια («από τη στιγμή που σχεδιάζω έναν στρατιώτη των αγγλικών αποικιών», έλεγε, «θέλω να υπάρχει πιστότητα ακόμα και στα κουμπιά της στολής του»), ο Κόρτο βίωνε τον Μεγάλο Πόλεμο χωρίς να ανακατεύεται, συνομιλούσε με ιέρειες βουντού και τσέχους ακαδημαϊκούς, συναντούσε τον Μπουτς Κάσιντι ή τον Τζέιμς Τζόις. Περιπλανιόταν στο χαμένο βασίλειο της Αζτλα ή στους δαιδάλους της Βενετίας μαθαίνοντας για ένα πανάρχαιο στοίχημα του Αποστόλου Πέτρου, χαζολογούσε στο τηλέφωνο με τον νεαρό Στάλιν και παρακολουθούσε την κατάρριψη του Κόκκινου Βαρόνου στην Πικαρδία. Εντόπιζε τον αμύθητο θησαυρό κάποιου τσάρου στην Τουρκία, άκουγε να του λένε το φλιτζάνι στη Ρόδο και φυσικά ερωτευόταν: από όλες τις διαβολικά όμορφες γυναίκες που γοήτευσε ανεκπλήρωτα, η τύχη τα έφερε ώστε το ίδιο μάταια να αγαπήσει τη (μαγευτική, για έναν τουλάχιστον αναγνώστη) Πανδώρα Γκρούβεσνορ. Να την αναζητά έκτοτε και να ρωτά για εκείνη σε όλο τον πλανήτη.

Η περιπέτεια Νο 13

Η νέα, 13η ιστορία του είχε και εκείνη τη δικιά της εκδοτική περιπέτεια: αφού μπήκαν σε ένα μικρό λαβύρινθο πνευματικών δικαιωμάτων και αναζήτησης του κατάλληλου καλλιτέχνη, η συνεργάτρια του Πρατ και διαχειρίστρια του έργου του Πατρίσια Ζανότι και ο οίκος Casterman τελικά αποφάσισαν να συνεργαστούν. Μια πρόταση έγινε στον Μίλο Μανάρα, για τον οποίο ο Πρατ είχε εκφραστεί θετικά σε σχετική συζήτηση, ο ιταλός κομίστας όμως δεν ένιωθε άνετα με το γεγονός ότι ο παλιός του φίλος δεν του είχε πει κάτι κατ’ ιδίαν. Τελικά επιλέχτηκαν ο σεναριογράφος Χουάν Ντίαζ Κανάλες, γνωστός στην Ελλάδα για τις περιπέτειες του ντετέκτιβ Μπλάκσαντ, και ο σχεδιαστής Ρούμπεν Πελεχέρο, που έχει εικονογραφήσει τις «Περιπέτειες του Ντίτερ Λούμπεν». Οι δυο τους έκαναν το εγχείρημα ακόμα πιο πολυεθνικό, πράγμα όμως επόμενο: η μόνη παραφωνία σε μια περιπέτεια ενός βρετανοανδαλουσιανού ναυτικού, δημιουργήματος σπουδαίου ιταλού κομίστα, η οποία σχεδιάζεται από ένα ισπανικό δίδυμο και εκδίδεται από έναν βελγικό οίκο, είναι ότι την ίδια στιγμή η Ευρώπη και ο κόσμος επιμένουν να χαράζουν τα σύνορά τους όλο και πιο βαθιά. Ο Κόρτο, πάλι, ήταν ο κατεξοχήν αντιρατσιστής και αντιαποικιοκράτης πρωταγωνιστής. Ενσάρκωνε τον σκεπτικισμό του Πρατ για εθνικές ή θρησκευτικές διαμάχες. Αν την άξιζαν, η φιλία του ευνοούσε από θερμαστές της Πολυνησίας μέχρι βρετανούς κληρονόμους.

Το «Κάτω από τον ήλιο του μεσονυκτίου» κυκλοφόρησε στη Γαλλία προ ημερών, 20 χρόνια μετά τον θάνατο του Πρατ. Τα ίχνη του Μαλτέζε, σύμφωνα με την ιστορία «Σκορπιοί της ερήμου», είχαν χαθεί στον ισπανικό Εμφύλιο. Η τελευταία, πιάνοντας το νήμα από το τέλος της «Μπαλάντας», τον βρίσκει στο Σαν Φρανσίσκο και στην Αλάσκα του 1915. Εχει στην τσέπη ένα γράμμα, που ο φίλος του και συγγραφέας Τζακ Λόντον τού εμπιστεύτηκε να παραδώσει σε μια παλιά του αγάπη, από τότε που κυνηγούσε χρυσάφι στην Καλιφόρνια. Εκείνη πλέον αγωνίζεται για την απελευθέρωση των σκλάβων και σε αυτό το φόντο είναι που ο Μαλτέζε συναντά έναν ιάπωνα προαγωγό, έναν ιρλανδό πατριώτη ή έναν εσκιμώο οπαδό του Ροβεσπιέρου. Οι κριτικές ήταν επιφυλακτικές αρχικά, γρήγορα ωστόσο απαρίθμησαν αρετές όπως η συνύπαρξη της αισθητικής, του Πρατ και των δύο συνεχιστών. Κάποια αρνητικά σχόλια έκαναν λόγο για ένα έργο πιο προσβάσιμο, αλλά λιγότερο ποιητικό. Δεν είναι και τόσο σημαντικά. Οπως ο Κόρτο Μαλτέζε δεν ανήκε πουθενά, έτσι και η αφήγηση των περιπετειών του δικαιούται την ελευθερία της. Οχι ότι ο Πρατ μπορεί να αντικατασταθεί. Κι εκείνος όμως, γοητευμένος λες από το δημιούργημά του, είχε ευχηθεί κάποτε να ξεπεραστεί από αυτό. Είχε ζητήσει, για την ακρίβεια, «να συντριβεί κάτω από τη φήμη του χαρακτήρα του».