Περίπου 20 λεπτά πριν ξεκινήσει η διαδικασία για την εκλογή Προέδρου της Βουλής, η απερχόμενη Πρόεδρος, Ζωή Κωνσταντοπούλου διένειμε το πόρισμα της Επιτροπής Αλήθειας για το Δημόσιο Χρέος, με τίτλο «Ο αθέμιτος, παράνομος και επονείδιστος χαρακτήρας του Μνημονίου της Δανειακής Σύμβασης του Αυγούστου 2015». Μέσα από το πόρισμα, η κ Κωνσταντοπούλου ασκεί δριμεία κριτική στην κυβέρνηση Τσίπρα για το τρίτο Μνημόνιο.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο πόρισμα, «ηΕπιτροπή Αλήθειας Δημοσίου Χρέους, στηνπροκαταρκτική έκθεσή της του Ιουνίου 2015, κατέδειξε ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους μετά το 2009 ήταν στην πραγματικότητα ιδιωτικό χρέος που είχε μετατραπεί σε δημόσιο/κρατικό. Αργότερα, οι ίδιες χώρες και οι θεσμοί που μετέτρεψαν το ιδιωτικό χρέος σε δημόσιο προχώρησαν, από το 2010 και έπειτα, στη σύναψη μιας σειράς δανειακών συμβάσεων και Μνημονίων, ο κύριος όγκος των οποίων χρησιμοποιήθηκε για την αποπληρωμή του προαναφερθέντος χρέους και των συνακόλουθων τόκων, με την ταυτόχρονη επιβολή συνθηκών ακραίας λιτότητας στον ελληνικό λαό. Η Επιτροπή Αλήθειας διαπίστωσε ότι το χρέος ήταν απεχθές, παράνομο, αθέμιτο και εξολοκλήρου μη βιώσιμο».

Μάλιστα, τα μέλη της Επιτροπής αναφερόμενα στο δημοψήφισμα του Ιουλίου, μέσω του πορίσματος τονίζουν ότι «οΠρωθυπουργός και τα κόμματα που στήριζαν την Κυβέρνηση είχαν υποστηρίξει το «Όχι», σύμφωνα και με τις προεκλογικές τους διακηρύξεις. Ωστόσο, μετά το δημοψήφισμα και παρά το αποτέλεσμά του, ο Πρωθυπουργός υιοθέτησε το Τρίτο Μνημόνιο και τις δανειακές συμβάσεις, το περιεχόμενο των οποίων είναι αντίστοιχων αν όχι μεγαλύτερων κοινωνικών και δημοσιονομικών επιπτώσεων με τα προηγούμενα μνημόνια…Ως εκ τούτου, είναι αναμφισβήτητο ότι για την ελληνική νομοθεσία τα δημοψηφίσματα είναι δεσμευτικά ως προς το ουσιαστικό τους περιεχόμενο. Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου αφορούσε διεθνείς συμφωνίες και την δημοσιονομική κυριαρχία της Ελλάδας – και, κατ’ επέκταση, την οικονομική αυτοδιάθεση του ελληνικού λαού – περιγράφεται καλύτερα ως ένα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά ζητήματα και ως τέτοιο προκηρύχθηκε. Συνεπώς, η συντριπτική απόρριψη των δύο προτάσεων (των δυνάμει συμφωνιών) απαγορεύει σε κάθε ελληνική Κυβέρνηση μεταγενέστερη του δημοψηφίσματος να συνάψει συμφωνίες με παρόμοιο περιεχόμενο. Δεδομένου ότι το χρέος, για το οποίο προορίζονται αυτές οι συμφωνίες, έχει κριθεί απεχθές, παράνομο και αθέμιτο – ενώ, επιπλέον, έχουν καταγραφεί αρκούντως οι κοινωνικές του επιπτώσεις».