Οι εκλογές του 2004 αποτέλεσαν την κορύφωση της ανοδικής πορείας της ΝΔ, η οποία, ξεπερνώντας τα 3,3 εκατομμύρια ψήφους, επανήλθε στην εξουσία έπειτα από μια υπερδεκαετή κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ. Ομως, ύστερα από πεντέμισι χρόνια, η ΝΔ, υπό την πίεση της επερχόμενης οικονομικής κρίσης, παρέδιδε την εξουσία στο ανέμελο ΠΑΣΟΚ, έχοντας απολέσει πάνω από ένα εκατομμύριο ψηφοφόρους και έχοντας υποστεί μια ιστορική εκλογική ήττα. Το 33,5% που συγκέντρωσε τον Οκτώβριο του 2009 αποτελούσε, έως τότε, το χαμηλότερο ποσοστό για το μείζον κόμμα της Κεντροδεξιάς από την ίδρυση του Ελληνικού Συναγερμού το 1951.

Η εποχή των Μνημονίων που ακολούθησε λειτούργησε διαλυτικά και για τα δύο κόμματα που είχαν, εναλλασσόμενα, διαχειριστεί την εξουσία μετά το 1974. Γεγονός που καταγράφηκε με εκκωφαντικό τρόπο τον Μάιο του 2012. Βέβαια, η ΝΔ, διαθέτοντας μια διαχρονική και κυρίως συνεκτική παραταξιακή ταυτότητα, κατόρθωσε, σε αντίθεση με το ΠΑΣΟΚ, να επανακάμψει τον Ιούνιο του 2012 και να επανέλθει στην εξουσία, έστω και μέσω κυβερνήσεων συνεργασίας. Δεν μπόρεσε όμως σε καμιά στιγμή να αποκτήσει τον δυναμισμό του παρελθόντος, ούτε να ξεπεράσει τα 2 εκατομμύρια ψήφους.

Το κρισιμότερο όμως είναι ότι από το 2009 και μετά η ΝΔ αντιμετωπίζει έναν αργόσυρτο μετασχηματισμό της εκλογικής της βάσης, ο οποίος αποτυπώνεται στην εκλογική της γεωγραφία αλλά και στην κοινωνικοδημογραφική σύνθεση των ψηφοφόρων της.

Η εξέλιξη της εκλογικής γεωγραφίας

Στο επίπεδο της εκλογικής γεωγραφίας, η πιο χαρακτηριστική εξέλιξη αφορά τη σταδιακή αλλά συνεχή αποδυνάμωση της ΝΔ στους προνομιακούς της χώρους της Βόρειας Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Οι περιοχές αυτές εξακολουθούν βέβαια να προσφέρουν στη ΝΔ ποσοστά ανώτερα από τον εθνικό της μέσο όρο, όμως πλέον οι διαφορές έχουν σμικρυνθεί εντυπωσιακά και, το κυριότερο, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποσπάσει το προβάδισμα, με μόνη εξαίρεση την Πελοπόννησο, όπου και εκεί όμως η διαφορά των δύο κομμάτων έχει πλέον περιοριστεί σε τρεισήμισι ποσοστιαίες μονάδες (όταν τον Ιούνιο του 2012 προσέγγιζε τις είκοσι). Προέκταση των αλλαγών αυτών αποτελεί και ο περιορισμός της απήχησης της ΝΔ στην εκλογικά κρίσιμη κοινωνική κατηγορία των αγροτών, όπου η επιρροή της από 40,6% το 2009 έχει περιοριστεί σε 32,1%, με τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει αποκτήσει και εδώ το προβάδισμα, έστω και με μικρή διαφορά (βλ. «ΤΑ ΝΕΑ», 26/9/2015).

Το κριτήριο του εισοδήματος

Ενα δεύτερο κρίσιμο χαρακτηριστικό των μετασχηματισμών της εκλογικής βάσης της ΝΔ αφορά την επέκτασή της στις περιοχές όπου κατοικούν μεσαία και ανώτερα εισοδηματικά στρώματα, με αντίστοιχη αποδυνάμωσή της στις λαϊκές και εργατικές περιοχές. Συγκρίνοντας με την (ακόμα τότε πολυσυλλεκτική) ΝΔ το 2009, οι εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου στην περιοχή της πρωτεύουσας κατέγραψαν μια εντυπωσιακή άνοδο στις μεσοαστικές και μεγαλοαστικές περιοχές (σχεδόν 10 ποσοστιαίων μονάδων) και την αντίστοιχη μείωση σε όλη τη δυτική ζώνη (και τη Β’ Πειραιά) σε επίπεδο κάτω του 20% –κάτι που ήταν αδιανόητο ακόμη και στις χειρότερες εκλογικές στιγμές της ΝΔ.

Η κοινωνικο-δημογραφική σύνθεση

Η κοινωνική αυτή μετάλλαξη αποτυπώνεται και στην κοινωνικο-δημογραφική σύνθεση του σημερινού εκλογικού σώματος της ΝΔ. Με την εξαίρεση των αυτοαπασχολουμένων (οι οποίοι εκτός των άλλων επλήγησαν από τα capital controls), η ΝΔ σε όλες τις άλλες κατηγορίες του ενεργού πληθυσμού εμφανίζει σημαντική μείωση της επιρροής της περίπου 7 ποσοστιαίων μονάδων (που για τους ανέργους εκτινάσσεται στις 12).

Η κοινωνική περιχαράκωση της ΝΔ στους αυτοαπασχολουμένους και κυρίως τον μη ενεργό πληθυσμό (νοικοκυρές, συνταξιούχοι) είναι στενά συνδεδεμένη και με την ηλικιακή γήρανση των ψηφοφόρων της, ένα ρήγμα που εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη ένταση ήδη από τις διπλές εκλογές του 2012. Μια πρόσκαιρη ανάκαμψη στις νεότερες ηλικίες (18-34 ετών) που καταγράφηκε τον Ιανουάριο εξανεμίστηκε ύστερα από οκτώ μήνες, μια εξέλιξη που απαιτεί ιδιαίτερη σε βάθος διερεύνηση.

Τα ουσιαστικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ΝΔ, έπειτα από τρεις εκλογικές ήττες μέσα σε λίγους μήνες, δεν αφορούν επομένως μόνο το αναζητούμενο ιδεολογικό της στίγμα. Αφορούν πρωτίστως την επανασύνδεσή της με ευρύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, τα οποία την έχουν εγκαταλείψει την τελευταία πενταετία υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης και κυρίως της ατελέσφορης διαχείρισής της.