Καθώς η αγορά αλλά και η κυβέρνηση προσπαθούν να ζυγίσουν τις ενδεχόμενες επιπτώσεις από τη δρομολογούμενη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των ναυτιλιακών επιχειρήσεων, έλληνες πλοιοκτήτες προειδοποιούν με μεταφορά της έδρας τους στο εξωτερικό.
Στα σκαριά έχουν έτοιμο Plan B που περιλαμβάνει σενάρια σύστασης θυγατρικών εταιρειών στην Κύπρο προκειμένου να θωρακιστούν απέναντι σε μια πιθανή επιδείνωση της οικονομικής και τραπεζικής κρίσης στην Ελλάδα, αλλά και να αποφύγουν τυχόν μεγάλη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης.
Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων της Αθήνας με τους θεσμούς για το τρίτο Μνημόνιο, η κυβέρνηση έχει συμφωνήσει να αυξήσει τη φορολογία στο τονάζ και να επιβάλει ένα είδος ενιαίου ετήσιου φόρου που θα βασίζεται στη χωρητικότητα των πλοίων, μοντέλο που εφαρμόζεται με παρόμοια μορφή σε πολλές πλέον χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Ταυτόχρονα, φέρεται να έχει δεσμευτεί ότι θα καταργήσει σταδιακά μια σειρά από φορολογικά οφέλη τα οποία προσφέρει στην ελληνόκτητο ναυτιλία, κατά τον ίδιο τρόπο που κάνουν και άλλες χώρες.

Λεπτομέρειες δεν έχουν γίνει ακόμη γνωστές, αλλά οι πλοιοκτήτες προειδοποιούν πως αν τα μέτρα εφαρμοστούν, τότε η Ελλάδα θα γίνει μια από τις ακριβότερες χώρες της ΕΕ σε επίπεδο φορολογίας για όσους έχουν στην κατοχή τους πλοία.

ΜΑΖΙΚΗ ΦΥΓΗ. «Αν υπάρξει αλλαγή στο φορολογικό και νομικό καθεστώς με το οποίο λειτουργεί η ναυτιλία στην Ελλάδα, τότε σίγουρα θα υπάρξει μια μαζική έξοδος από τους πλοιοκτήτες. Αυτό θα κάνω και εγώ» δηλώνει στη «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» ο Μιχάλης Βοδούρογλου, επικεφαλής των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης εταιρειών Box Ships και Paragon Shipping, που διαθέτουν έναν στόλο 25 πλοίων ξηρού φορτίου και μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.

Το θέμα της φορολόγησης αφορά τόσο τις αμιγώς ελληνικές εταιρείες όσο κυρίως εκείνες που έχουν στο μετοχικό τους κεφάλαιο και ξένους βασικούς μετόχους, είτε επειδή πρόκειται για εισηγμένες είτε επειδή έχουν σχηματίσει κοινοπραξίες με ξένα επενδυτικά κεφάλαια.

ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι από την πλευρά τους αφήνουν να εννοηθεί πως πρώτα θα διαπραγματευθούν με τους πλοιοκτήτες και μετά θα ανακοινώσουν το ακριβές ύψος του φόρου με τον οποίο θα επιβαρυνθεί ο κλάδος της ναυτιλίας. Θεωρείται ωστόσο ότι δεν θα είναι μικρός.
Αλλωστε για τους θεσμούς, ο κλάδος θεωρείται μια από τις ελάχιστες «ώριμες» πηγές άντλησης επιπλέον εσόδων που θα μπορούσαν να βοηθήσουν την Αθήνα να εξισοροπήσει την οικονομία της και να αρχίσει σταδιακά να μειώνει το χρέος της. «Η ελληνική ναυτιλιακή βιομηχανία είναι ένας πολύ πετυχημένος τομέας και θα πρέπει να δώσει περισσότερα στα κρατικά ταμεία» σχολιάζει στη «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» ευρωπαίος αξιωματούχος.
Σε επίπεδο αριθμών, ο ελληνικός στόλος αποτελεί σχεδόν το ένα πέμπτο του παγκόσμιου στόλου. Εχει αξία 106,5 δισ. δολαρίων, αριθμεί 4.150 πλοία και δημιουργεί έσοδα 13 δισ. ευρώ ετησίως. Την τελευταία τριετία, οι φόροι με βάση το τονάζ που πλήρωσε ο κλάδος ξεπέρασαν τα 100 εκατ. ευρώ ετησίως, ενώ το 2013, κάτω από πιέσεις τής τότε κυβέρνησης, οι πλοιοκτήτες δέχθηκαν να διπλασιασθεί ο φόρος για τέσσερα χρόνια, συνεισφέροντας επιπλέον 420 εκατ. ευρώ έως το 2017.
Ενώ πληθαίνουν οι πληροφορίες που φέρουν μεγάλες ναυτιλιακές επιχειρήσεις να εξετάζουν σχέδια μεταφοράς της έδρας τους εκτός Ελλάδας, η κυβέρνηση επιμένει πως η ναυτιλιακή κοινότητα πρέπει και αυτή να σηκώσει το βάρος που της αναλογεί ώστε να βοηθήσει τη χώρα να εξέλθει της κρίσης.
«Η ναυτιλιακή κοινότητα πρέπει να ετοιμάζεται να σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος στον αγώνα εξόδου της χώρας από την ύφεση» είχε πει παλαιότερα ο υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας Θόδωρος Δρίτσας. Πέραν ωστόσο των επίσημων δηλώσεων, είναι σαφές ότι οι πάντες προσπαθούν να «μετρήσουν» τις επιπτώσεις από μια σημαντική αύξηση της φορολογίας στον κλάδο.

Απειλή για τη δεύτερη βαριά βιομηχανία της χώρας

Τα στελέχη της ελληνικής ναυτιλίας υποστηρίζουν ότι οι υψηλότεροι φόροι απειλούν να διώξουν έναν κλάδο που απασχολεί πάνω από 200.000 εργαζομένους, συνεισφέρει το 7,5% του ΑΕΠ και αποτελεί τη δεύτερη βαριά βιομηχανία της χώρας. Πρώτη, ο τουρισμός, που συνεισφέρει 9% στο ΑΕΠ και απασχολεί περίπου 600.000 άτομα.