Τώρα που οι ελληνικές τράπεζες έχουν ανοίξει και η κυβέρνηση έχει ολοκληρώσει τις προγραμματισμένες πληρωμές της προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το ερώτημα είναι: μπορεί η τραυματική εμπειρία της Ελλάδας να σηματοδοτήσει το τέλος της κρίσης στην ευρωζώνη; Η συμβατική απάντηση είναι ένα καθαρό όχι.

Ομως, η συμβατική σοφία είναι πιθανόν να αποδειχθεί λάθος. Η συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και των ευρωπαϊκών Αρχών είναι πραγματικά καλή και για τις δύο πλευρές.

Τελικά, η Γερμανία, η Ισπανία, η Ιταλία και οι χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά απαίτησαν για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους την ταπείνωση των ριζοσπαστών αριστερών πολιτικών της Ελλάδας και των ψηφοφόρων που ανοιχτά αμφισβήτησαν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις απαιτήσεις τους για λιτότητα. Εχοντας επιτύχει αυτόν τον στόχο, οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν έχουν κανέναν λόγο να επιβάλουν λιτότητα στην Ελλάδα ή την αυστηρή εφαρμογή των όρων της τελευταίας συμφωνίας διάσωσης. Αντίθετα, έχουν κάθε λόγο να επιδείξουν την επιτυχία τους αυτή χαλαρώνοντας τη λιτότητα για να επιταχύνουν την οικονομικη ανάπτυξη όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη την ευρωζώνη.

Αυτό είναι και το σημείο – κλειδί που παρερμήνευσαν η κυβέρνηση του Τσίπρα και πολλοί άλλοι: τον ρόλο της «δημιουργικής υποκρισίας» στην ευρωπαϊκή πολιτική. Στα χαρτιά η συμφωνία διάσωσης της Ελλάδας προβλέπει την επιβολή σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής. Στην πράξη, όμως, οι στόχοι για το έλλειμμα σίγουρα θα επιτραπεί να χαλαρώσουν προκειμένου η κυβέρνηση να εφαρμόσει τις δεσμεύσεις της που αφορούν τις ιδιωτικοποιήσεις, την αγορά εργασίας και τη μεταρρύθμιση στις συντάξεις. Και αυτές οι διαρθρωτικές αλλαγές είναι πολύ περισσότερο σημαντικές τόσο για συμβολικούς λόγους για την υπόλοιπη Ευρώπη όσο και για την ελληνική οικονομία.