Η συζήτηση σε πολιτικό επίπεδο για τη ρύθμιση των κόκκινων δανείων των ιδιωτών άρχισε πριν από περίπου έναν χρόνο. Στόχος της τότε κυβέρνησης, σε συνεργασία με τις τράπεζες, ήταν να βρεθεί μια λύση που θα ανακούφιζε τους δανειολήπτες, επιτρέποντας παράλληλα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να εξυγιάνουν τα χαρτοφυλάκιά τους. Στη συνέχεια άλλαξε ο αρμόδιος υπουργός, έγιναν εκλογές και πριν από λίγες ημέρες συστήθηκε εκ νέου επιτροπή για τη διαχείριση των επισφαλειών των ιδιωτών. Εν τω μεταξύ, τα κόκκινα δάνεια έχουν εκτιναχθεί πάνω από τα 80 δισ. ευρώ και σύμφωνα με τους τραπεζίτες αποτελούν την υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητα του συστήματος. Οπως εξηγούν, οι συνεχόμενες καθυστερήσεις έχουν δυναμιτίσει τα συναλλακτικά ήθη και σε συνδυασμό με την ασφυξία στην αγορά προκαλούν εκρηκτικό μείγμα. Από τη μια, ολοένα και περισσότερα νοικοκυριά αντικειμενικά αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και, από την άλλη, πολλοί είναι εκείνοι που κάνουν «κατενάτσιο», αναμένοντας μια σωτήρια γι’ αυτούς νομοθετική ρύθμιση. Ετσι, ακόμα και οι προσπάθειες των ίδιων των τραπεζών να ρυθμίσουν κάποια από τα χρέη των πελατών τους πέφτουν στο κενό, μια και οι δανειολήπτες αναμένουν (συχνά δικαιολογημένα) καλύτερους όρους μέσα από μια οριζόντια νομοθετική ρύθμιση.

Σε αυτή τη συγκυρία, τις τελευταίες εβδομάδες τραπεζικά στελέχη εκφράζουν κραυγή αγωνίας ζητώντας επίσπευση των διαδικασιών. Οπως εξηγούν, «δεν μπορούμε να περιμένουμε να δικαστούν υποθέσεις από τον νόμο Κατσέλη το 2030 ούτε να προτείνουμε λύσεις στα τυφλά». Εξάλλου, όπως προσθέτουν, ανεξάρτητα με τις πολιτικές διαπραγματεύσεις, δεν υπάρχει περίπτωση επανεκκίνησης της οικονομίας και χρηματοδότησης στην αγορά όταν οι τράπεζες έχουν «βαρίδι» 80 δισ. ευρώ στους ισολογισμούς τους. «Μόνο αν ξεκαθαρίσει το τοπίο» καταλήγουν, «τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις ίδιες τις τράπεζες, υπάρχει περίπτωση να πέσει φρέσκο χρήμα στην αγορά».