Διπλή ζημιά θα «έγραφε» το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) εφόσον έσπαγε το ομόλογο των 100 εκατ. ευρώ. Αφενός θα εισέπραττε περίπου 25% χαμηλότερα από την τιμή κτήσης του. Αφετέρου θα έχανε τους μελλοντικούς τόκους, το λεγόμενο κουπόνι, το δικαίωμα είσπραξης του οποίου θα περνούσε αυτόματα στα χέρια του νέου αγοραστή του ομολόγου. Αν φυσικά το κρατούσε μέχρι τη λήξη του θα εισέπραττε το 100% της ονομαστικής αξίας του.

Τα παραπάνω ισχύουν πάνω-κάτω για το σύνολο των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου που κατέχουν τα ασφαλιστικά ταμεία. Πρόκειται στην πλειονότητά τους για κουρεμένα ομόλογα (κατά 53%) από το PSI του 2012.

Πώς λειτουργεί αυτή η αγορά; Αν ο κάτοχος ενός ομολόγου το κρατήσει μέχρι τη λήξη του θα εισπράξει 1.000 ευρώ για κάθε τίτλο αξίας 1.000 ευρώ. Τα ελληνικά ομόλογα διαπραγματεύονται σε τιμές πολύ κάτω από την τιμή έκδοσής τους, γιατί η αγορά δεν πιστεύει ότι θα πληρωθούν από τον εκδότη –που είναι το Ελληνικό Δημόσιο –στο ακέραιο, δηλαδή στο 100%. Αν μάλιστα ο πωλητής θέλει να σπάσει πολλούς τίτλους, για παράδειγμα συνολικής αξίας 100 εκατ. ευρώ, η ρευστοποίηση θα ήταν πολύ πιο δύσκολη, καθώς εδώ και πολύ καιρό απέχουν από τη συγκεκριμένη αγορά οι μεγάλοι ξένοι επενδυτές. Ετσι, ο πωλητής θα αναγκαζόταν να πιέσει ακόμη πιο κάτω τις τιμές.

Οσο για την τιμή ενός ομολόγου, μεταβάλλεται καθημερινά στην ευρωπαϊκή αγορά και εξαρτάται από δύο παράγοντες. Τα επιτόκια και την πιστοληπτική αξιολόγηση του εκδότη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η απόδοση κάθε ομολόγου είναι αντιστρόφως ανάλογη της τιμής του.

Σχετικά με την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας, η συνεχής υποβάθμιση της Ελλάδας έχει πιέσει πολύ τις τιμές των ομολόγων. Αν η οικονομία ακολουθούσε ανοδική τροχιά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα ελληνικά επιτόκια παραμένουν υψηλότερα από τα ευρωπαϊκά, τότε οι τρέχουσες τιμές των ομολόγων του Δημοσίου στην αγορά θα ήταν πολύ υψηλότερες.