Η Ρασμίλα Νταντέκαγια, αγρότισσα στο επάγγελμα, είχε χτυπήσει για τελευταία φορά τον λέβητα της κουζίνας την περασμένη Τετάρτη. Η δωδεκάχρονη κόρη της Μάγια δεν είχε σταματήσει επί πέντε ημέρες να της απαντάει. Τα χτυπήματα στον λέβητα σταμάτησαν ξαφνικά. Και ο αριθμός των θυμάτων από τον καταστροφικό σεισμό του Νεπάλ εξακολουθεί να ανεβαίνει. Σύμφωνα με τον τελευταίο επίσημο απολογισμό, από τη σεισμική δόνηση των 7,8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ έχουν χάσει τη ζωή τους 6.204 άνθρωποι, ενώ οι τραυματίες ανέρχονται στους 139.432. Οι σεισμοπαθείς ανέρχονται σε 8 εκατομμύρια, δηλαδή σε κάτι λιγότερο από το ένα τρίτο του πληθυσμού των 28 εκατομμυρίων. Ανάμεσα στους πληγέντες 1,7 εκατομμύρια είναι παιδιά.

«Εριχνα σταγόνες νερό ανάμεσα στα ερείπια για να ξεδιψάσω τη μητέρα μου. Αλλά δεν έχει και πολύ νόημα. Κάτω από τα ερείπια είναι ο πατέρας μου και τα αδέλφια μου» θα έλεγε στη «Ρεπούμπλικα» η μικρή Μάγια. Στο χωριό Τελκότ, διαπιστώνει ο απεσταλμένος της ιταλικής εφημερίδας, δεν υπάρχουν αρκετοί ζωντανοί για να ψάξουν τους πεθαμένους. Αυτοί οι τελευταίοι είναι 110, ενώ οι επιζώντες είναι μόλις 16. Το χωριό βρίσκεται στην οροσειρά Ναουμπίσε. Από τον σεισμό επέζησε μόνο όποιος θέριζε το σιτάρι ή έβοσκε τις κατσίκες.

Στην πρωτεύουσα, οι κάτοικοι εγκαταλείπουν μια κόλαση για να διαπιστώσουν ότι αυτό που τους περιμένει είναι ένας εφιάλτης. Το Κατμαντού κατέρρευσε, αλλά η κατάσταση στα Ιμαλάια είναι ακόμα χειρότερη. Στο Ντάντινγκ, επίκεντρο του σεισμού, οι αγνοούμενοι είναι εκατοντάδες. Κι ακόμη δεν έχει φτάσει καμία βοήθεια, κανένας στρατιώτης, ούτε καν κάποιος υπάλληλος για να καταγράψει τις ζημιές. Η περιοχή που εκτείνεται δυτικά του Κατμαντού και φτάνει έως την Ποκάρα μοιάζει πια με εγκαταλειμμένη έρημο.

Αλλά η κατάσταση στην επαρχία δεν ανακόπτει το κύμα φυγής από την πρωτεύουσα. Οι άνδρες σκαρφαλώνουν στην οροφή των λεωφορείων, οι γυναίκες και τα παιδιά στριμώχνονται με τους ηλικιωμένους στο εσωτερικό τους. Οι θέσεις εξαντλούνται αμέσως, παρά το γεγονός ότι η τιμή του εισιτηρίου έχει δεκαπλασιαστεί. Ο οδηγός δεν μπορεί να εγγυηθεί την άφιξη στον προορισμό. Υπόσχεται, όμως, ότι θα φτάσει κάπου κοντά. Από εκεί, οι επιβάτες θα πρέπει να συνεχίσουν είτε με άλλο λεωφορείο είτε με τα πόδια. Κάποιοι στον σταθμό των λεωφορείων πουλάνε νερό και μπισκότα που έχουν έρθει ως ανθρωπιστική βοήθεια από την Ταϊλάνδη και το Κατάρ. Η μαύρη αγορά ανθεί. Φάρμακα και τρόφιμα λιγοστεύουν, το ρύζι έχει γίνει είκοσι φορές πιο ακριβό, ένα λίτρο νερό στοιχίζει πλέον όσο ένα κιλό χοιρινό.

Στα καταστήματα τροφίμων, πάντως, κάποια λίγα προϊόντα έχουν αρχίσει να εμφανίζονται. Θα μπορούσαν να είναι περισσότερα. Στο διεθνές αεροδρόμιο παραμένουν συγκεντρωμένα κιβώτια με ανθρωπιστική βοήθεια απ’ όλον τον κόσμο καθώς δεν υπάρχουν άνθρωποι και μέσα για να τα διανείμουν. «Εχουν παραδώσει 5.000 σκηνές αλλά χρειάζονται τουλάχιστον 500.000» λέει ένας καθηγητής που εγκαταλείπει το Κατμαντού για το Μπαντιπούρ με το λεωφορείο. Κάνει κρύο αλλά δεν φοράει πανωφόρι. «Αν βάλεις μπουφάν, σου λένε ότι έχεις πυρετό και σε κατεβάζουνε».

Αντιμέτωποι με τις επιδημίες

«Τα νεκροτομεία είναι υπερπλήρη, έχουμε λάβει εντολή να καίμε τα πτώματα αμέσως μόλις τα ανασύρουμε από τα ερείπια». Οι Νεπαλέζοι δεν είναι αντιμέτωποι μόνο με τις ελλείψεις σε τρόφιμα και νερό, αλλά και με τον κίνδυνο μιας επιδημίας. Η εντολή των κρατικών Αρχών προς τα σωστικά συνεργεία είναι να προχωρούν άμεσα στην καύση των νεκρών προκειμένου να περιοριστεί αυτός ο κίνδυνος. Συγχρόνως, η κυβέρνηση του Νεπάλ απευθύνει έκκληση προς τις τρίτες χώρες για περισσότερη βοήθεια.