Τι είναι αυτό που θα καθορίσει την ψήφο των Βρετανών σε πέντε ημέρες; Αν δεν είναι μόνο η ιδεολογία ή η κομματική ταύτιση του ψηφοφόρου, έναν ρόλο θα παίξει το στυλ ή, μάλλον, και αν υπάρχει, το χάρισμα του πολιτικού αρχηγού. Το στυλ του Ντέιβιντ Κάμερον το έχουν μάθει αρκετά καλά οι Βρετανοί τα τελευταία πέντε χρόνια που ο ίδιος κατοικεί στην Ντάουνινγκ Στριτ 10. Ολοι έχουν συνηθίσει την πολύ οξφορδιανή προφορά με την οποία εκφέρει καλοσχηματισμένες αλλά κάπως ξύλινες φράσεις, τη χαρακτηριστική κίνηση του αριστερού χεριού που ανεβοκατεβαίνει για να δοθεί έμφαση, την παύση που κάνει ύστερα από μια καλή ατάκα περιμένοντας να εισπράξει την επιβράβευση του κοινού του.

Οσο για τον Εντ Μίλιμπαντ, τα πράγματα γίνονται λίγο πιο περίπλοκα. Κάποιοι τον θυμόντουσαν από την κυβέρνηση του πρώην Εργατικού πρωθυπουργού Γκόρντον Μπράουν. Υστερα, οι περισσότεροι τον έμαθαν ως αυτόν που «μαχαίρωσε πισώπλατα» τον αδερφό του, Ντέιβιντ, όταν ανέλαβε την ηγεσία του Εργατικού Κόμματος το 2010. Εκτοτε για αρκετούς είναι λίγο – πολύ ένα «nerd» της πολιτικής –ένας φλώρος. Και μόνο προς το τέλος της πενταετούς αντιπολίτευσης που άσκησε κατά της συγκυβέρνησης Συντηρητικών και Φιλελεύθερων Δημοκρατών κατόρθωσε να επιβάλει σε κάποιους αμφισβητίες (ακόμη και από το ίδιο το κόμμα του) την εικόνα ενός αποφασισμένου πολιτικού αρχηγού ή, εν πάση περιπτώσει, ενός πιο «πρωθυπουργήσιμου» υποψηφίου.

Με λίγα λόγια, ένας από τους δύο θα γίνει πρωθυπουργός της Βρετανίας σε λίγες ημέρες, αλλά κανένας από τους δύο δεν πείθει και πολύ. Αλλωστε, στις δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης του τελευταίου μήνα ο Κάμερον και ο Μίλιμπαντ βρίσκονται στην πρώτη θέση εναλλάξ με μικρή διαφορά που αυξομειώνεται δίχως να ξεπερνά τις έξι μονάδες, ενώ μαζί δεν συγκεντρώνουν πάνω από 70% στην πρόθεση ψήφου, ιστορικά χαμηλό ποσοστό για τα δύο μεγάλα κόμματα. Αυτό θα σήμανε σαφώς κάτι για τους ίδιους τους αρχηγούς αλλά ακόμη περισσότερα για τις ομάδες του επικοινωνιακού και πολιτικού επιτελείου στα παρασκήνια: ο δρόμος για τη νίκη έπρεπε να περάσει μέσα από τις ομιλίες, τα επιχειρήματα, τις αντεπιθέσεις και πάνω απ’ όλα την επικοινωνία των αρχηγών με τους πολίτες.

Οι Βρετανοί παρακολούθησαν, λοιπόν, σε συχνές επαναλήψεις, έναν Κάμερον να φουσκώνει σαν παγόνι απαριθμώντας στα δάχτυλα του ενός χεριού τα επιτεύγματα της κυβέρνησής του και ζητώντας από το εκλογικό σώμα μια ευκαιρία «για να ολοκληρώσει αυτό που άρχισε». Τον είδαν και σε πιο αμήχανες στιγμές όταν, για παράδειγμα, χρειάστηκε να του θυμίσει δημοσιογράφος από το BBC ότι η ποδοσφαιρική ομάδα που υποστηρίζει είναι η Αστον Βίλα και όχι η Γουέστ Χαμ, την οποία επικρότησε σε ομιλία του στο Νότιο Λονδίνο. «Αυτά παθαίνεις όταν δίνεις τα πάντα σε μια εκστρατεία» δικαιολογήθηκε ο Κάμερον. Ωστόσο, τόσο η περφόρμανς του όσο και οι αξιολογήσεις των δημόσιων εμφανίσεών του μαρτυρούν ότι ο Κάμερον μάλλον δεν έχει εξαντλήσει το 100% των δυνατοτήτων του. «Ούτε πάθος έχει ούτε έμπνευση» διαμαρτυρήθηκαν ακόμη και οι πιο πιστοί υποστηρικτές του, δηλαδή οι χορηγοί του κόμματός του. Μόνο την περασμένη εβδομάδα ανέβασε τα ντεσιμπέλ ο 48χρονος πολιτικός: πέταξε τις σημειώσεις του και εκφώνησε μια ομιλία γεμάτη πάθος, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τους αναλυτές.

Ο πήχης ήταν χαμηλά

Αντίθετα, ο αρχηγός της αντιπολίτευσης τα έδωσε όλα από την πρώτη στιγμή. Κάθε δημόσια εμφάνιση ήταν για τον Μίλιμπαντ μια ευκαιρία για να αποδείξει πόσο έχει εξασκηθεί για τον ρόλο του πρωθυπουργού και «να φανερώσει τον πραγματικό του εαυτό και όχι μια καρικατούρα» όπως δήλωσε και ο ίδιος. Και ακριβώς επειδή ο πήχης ήταν χαμηλά, ο Μίλιμπαντ κατόρθωσε να κερδίσει τις εντυπώσεις –το μυστικό ήταν να μην κάνει καμιά γκάφα. Εμφανίστηκε σε περισσότερα ντιμπέιτ από τον Κάμερον, έδωσε συνέντευξη ακόμη και στον Ράσελ Μπραντ, τον ιδιότροπo κωμικό που αρνείται να ψηφίσει, και κέρδισε έναν δύσκολο κριτή, τη νεολαία, στον κόσμο της οποίας, δηλαδή στα σόσιαλ μίντια, κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες ένας Μίλιμπαντ μεταμφιεσμένος σε γνωστούς φανταστικούς και κινηματογραφικούς ήρωες, φαινόμενο που ονομάστηκε «milifandom».

Μέχρις στιγμής, πάντως, έχουν λείψει οι εντάσεις που θα περίμενε κανείς από μια τόσο αβέβαιη αναμέτρηση. Η καλύτερη στιγμή της τηλεόρασης ήταν το ένα λεπτό κατά το οποίο ο Μίλιμπαντ και ο Συντηρητικός Μπόρις Τζόνσον απορροφήθηκαν σε μια έντονη λογομαχία εξαναγκάζοντας τον οικοδεσπότη της εκπομπής Αντριου Μαρ να τους ζητήσει –ευγενικά –να «σκάσουν». Ενδεχομένως ένα ντιμπέιτ μεταξύ των δύο αρχηγών να έδινε έναν διαφορετικό τόνο. Αυτή όμως είναι μια αναμέτρηση εξ αποστάσεως. Τα πιο βαριά λόγια ακούστηκαν μάλλον από τους κυβερνώντες Τόρις που επιδόθηκαν σε μια ρητορική καταστροφολογίας για το ενδεχόμενο σχηματισμού Εργατικής κυβέρνησης, υπό την αρχηγία του «ανεύθυνου» Μίλιμπαντ και την οικονομική καθοδήγηση του εξίσου «επικίνδυνου» Εντ Μπολς.

Οταν όμως οι Εργατικοί έκαναν ένα μικρό άλμα προς το Κέντρο δηλώνοντας ότι δεν θα δανειστούν ούτε μία στερλίνα, αλλά θα κάνουν αυτό που δεν συνηθίζει μια Εργατική κυβέρνηση, δηλαδή (επιλεκτικές) περικοπές, οι Συντηρητικοί πέρασαν στο Plan B. Η οικονομική «ανευθυνότητα» του Μίλιμπαντ αντικαταστάθηκε από την «επικίνδυνη» ενδεχόμενη συμμαχία του με το σκωτσέζικο SNP, το κόμμα που είχε ηγηθεί της (αποτυχημένης) εκστρατείας για την αποκόλληση της Σκωτίας από το Βασίλειο τον περασμένο Σεπτέμβριο. Η υπουργός Εσωτερικών Τερέζα Μέι δεν δίστασε να χαρακτηρίσει την πιθανή συνεργασία των δύο κομμάτων τη «μεγαλύτερη συνταγματική κρίση από την παραίτηση του βασιλιά Εδουάρδου Η’ το 1936». Στο παιχνίδι μπήκε και ο δήμαρχος του Λονδίνου Μπόρις Τζόνσον, ένα από τα άσετ του κόμματος και πιθανός διάδοχος του Κάμερον. Εκείνος έβαλε περισσότερη φαντασία: «Ποιος θα ήθελε έναν Ηρώδη να διοικεί μια φάρμα με βρέφη; Ή τον Αττίλα πορτιέρη της Ρωμαϊκής Συγκλήτου;» έγραψε σε άρθρο του στην «Τέλεγκραφ», προειδοποιώντας για τη «συνταγματική αναστάτωση» που θα προκαλούσε μια κυβέρνηση του Μίλιμπαντ με τη στήριξη των «Αριστερών σε αναβολικά» μελών του SNP.

Ο Μίλιμπαντ και η ομάδα του δεν πτοήθηκαν. Πρώτα, εκμεταλλεύτηκαν τον αρνητισμό που εξέπεμπαν οι αντίπαλοί τους για να στείλουν ένα μήνυμα «ελπίδας έναντι του φόβου». Και σε ένα από τα τελευταία events που διοργάνωσαν, οι Εργατικοί έκαναν τη δική τους επίθεση καταστροφολογίας –αλλά πιο δημιουργικά από τους Συντηρητικούς. Κάλεσαν μέλη του κόμματος και «φίλους δημοσιογράφους», όπως μας αποκαλεί ο Μίλιμπαντ, να παρακολουθήσουμε την αποκάλυψη ενός (επινοημένου) e-mail με αποστολέα τον νυν υπουργό Οικονομικών Τζορτζ Οσμπορν και παραλήπτη τον νυν πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον. «Αγαπητέ Ντέιβ, την περασμένη Κυριακή όταν συμφωνήσαμε να δώσεις την ομιλία πάθους, ζήτησες ένα περίγραμμα της επίδρασης που θα έχουν οι δημοσιονομικές μας πολιτικές στην κοινωνική πρόνοια, στις δημόσιες υπηρεσίες και στην οικονομική κατάσταση των βρετανικών οικογενειών» «γράφει» ο Οσμπορν. Ακολουθούν οκτώ σελίδες στις οποίες οι Εργατικοί εξηγούν ότι ο Κάμερον σε μια δεύτερη θητεία δεν θα κόψει από τις δημόσιες δαπάνες 13 δισ. στερλίνες όπως ισχυρίζεται, αλλά σχεδόν το τριπλάσιο ποσό, δηλαδή 35 δισ. Και, σύμφωνα με τη λογική των Εργατικών, οι τρύπες θα καλυφθούν από περικοπές στα επιδόματα τέκνων και στις εκπτώσεις φόρων και άρα θα πληρώσουν, ακόμη μία φορά, οι εργαζόμενες οικογένειες.

Ο Εντ Μπολς εξηγούσε τις προσθαφαιρέσεις του με σλάιντς και ο Μίλιμπαντ δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του. Ο τελευταίος όμως δεν εξήγησε μετά, υπό τις πιέσεις των «φίλων» του, γιατί το δικό του πρόγραμμα είναι πιο αξιόπιστο από εκείνο του ζεύγους Κάμερον – Οσμπορν. Ούτε έδωσε ποτέ σαφή απάντηση στην πιο κρίσιμη ερώτηση που του απηύθυναν σε κάθε ευκαιρία οι δημοσιογράφοι το τελευταίο διάστημα, δηλαδή αν θα δεχθεί τη στήριξη του SNP για να σχηματίσει κυβέρνηση σε περίπτωση που δεν συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία (326 έδρες).

Ζητείται συνδυασμός

«Αυτό που θα πει (ο Μίλιμπαντ) το επόμενο πρωί των εκλογών θα είναι πολύ διαφορετικό από αυτά που λέει τώρα» επιμένει η αρχηγός του SNP, Νίκολα Στέρτζον. Και μάλλον έχει δίκιο. Γιατί εκείνο το πρωί, αν επαληθευτούν οι δημοσκοπήσεις του τελευταίου μήνα, οι δύο υποψήφιοι πρωθυπουργοί θα πρέπει να αναζητήσουν έναν συνδυασμό επίσημης συνεργασίας ή άτυπης συμφωνίας με άλλα κόμματα, ώστε ένας από τους δύο να σχηματίσει κυβέρνηση. Το ίδιο πρωί, λοιπόν, ο σχηματισμός της επόμενης κυβέρνησης θα περάσει από τα χέρια των ψηφοφόρων στις διαπραγματεύσεις των πολιτικών –και μπορεί να κρατήσουν περισσότερο από μία εβδομάδα σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές.

Τι θα συζητηθεί εκείνες τις ημέρες μάλλον δεν θα το μάθουν ποτέ οι βρετανοί πολίτες ούτε θα τους απασχολήσει την ημέρα της κάλπης. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να έχουν άμεση εξυπηρέτηση στο δημόσιο νοσοκομείο, να μπορούν να πληρώνουν το νοίκι τους- ή, ακόμη καλύτερα, να αγοράσουν το σπίτι τους –να μπορούν να σπουδάσουν, να βρουν δουλειά και, όποιοι το χρειάζονται, να στηρίζονται από τις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας. Οσο για την πολιτική, η αβεβαιότητα του εκλογικού αποτελέσματος και η οριστική εγκατάλειψη του παραδοσιακού δικομματισμού κάποιους τρομάζει, μα άλλους, ιδίως τους πιο νέους, τους εξιτάρει. Οπως μου είπε η 24χρονη Ρόζι Ρενούφ, «επιτέλους το πράγμα απέκτησε ενδιαφέρον».