Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο σπίτι της κοντά στο Ρίτζεντς Παρκ, σε μια από τις πιο ακριβές περιοχές του Λονδίνου, στις αρχές Φεβρουαρίου του 2005. Στο προηγούμενο ραντεβού τους, περίπου τρεις μήνες πριν, είχαν αποχωριστεί με την υπόσχεση ότι εκείνος, ένας από τους πλέον έμπειρους και ικανούς ειδικούς της HSBC σε θέματα διαχείρισης κεφαλαίων, θα εξέταζε σοβαρά τα ζητήματα που την απασχολούσαν και θα επέστρεφε με απαντήσεις. Οι σοβαρότεροι προβληματισμοί της αφορούσαν τα ποσά σε λογαριασμό που κληρονόμησε από τον πρόσφατα απολεσθέντα σύζυγό της, που δεν ήταν δηλωμένα στις βρετανικές φορολογικές Αρχές, την ευρωπαϊκή οδηγία για τη φορολόγηση των τόκων των καταθέσεων και το πώς θα μπορέσει να περάσει κεφάλαια στην οικογένειά της, που τα περισσότερα μέλη της βρίσκονταν στην Ελλάδα. Ακόμα περισσότερο την προβλημάτιζε πώς θα καταφέρει να περάσει τα χρήματα με «φορολογικά αποδοτικά τρόπο», όπως ευγενικά έγραφε ο έμπειρος υπάλληλος στις σημειώσεις του, δηλαδή χωρίς να αφήνουν ιδιαίτερα ίχνη.

Η υπόθεση της Βασιλικής δεν ήταν εύκολη: το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της το περνούσε στο Λονδίνο και έτσι, αν οι βρετανικές Αρχές θεωρούσαν ότι είναι μόνιμος κάτοικος Ηνωμένου Βασιλείου, θα έπρεπε να φορολογήσουν το παγκόσμιο εισόδημά της, το οποίο περιελάμβανε και τις καταθέσεις του λογαριασμού που κληρονόμησε. Το βασικό μειονέκτημα, όπως το έβλεπε ο έμπειρος υπάλληλος που είχε αναπτύξει σχέσεις εμπιστοσύνης με την πελάτισσά του, ήταν ότι η Βασιλική φαινόταν πως δεν είχε την πρόθεση να επιστρέψει στην Ελλάδα και έτσι, αν οι Αρχές ερευνούσαν την περίπτωσή της, η επιβολή φόρων θα ήταν ιδιαίτερα πιθανό ενδεχόμενο.

ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ. Πριν από τη συνάντησή τους τον Φεβρουάριο, ο υπάλληλος είχε ενημερωθεί και για κάποια χρήματα που χρωστούσαν στον σύζυγό της, τα οποία έφταναν το ένα εκατ. στερλίνες. Στόχος του υπαλλήλου, όπως έγραφε στις σημειώσεις του, ήταν να «εισρεύσουν οι οφειλές στον λογαριασμό Mykonos» όπως τον είχαν ονομάσει. Ο συγκεκριμένος λογαριασμός δεν ήταν ονομαστικός και η σύνδεσή του με τη Βασιλική και τον σύζυγό της ήταν επτασφράγιστο μυστικό. Ο υπάλληλος καιγόταν να μαζέψει τα χρεωστούμενα στον Mykonos για να εμφανίσει ο ίδιος καλές επιδόσεις στους προϊσταμένους του, ότι δηλαδή μπορεί να φέρνει χρήματα στην τράπεζα και να τα διατηρεί στους λογαριασμούς. Αυτό, βέβαια, δεν το γνώριζε η Βασιλική.

Ετσι, κατά τη συνάντησή τους τον Φεβρουάριο στο σπίτι της στο Ρίτζεντς Παρκ του εκμυστηρεύθηκε ότι οι οφειλέτες άρχισαν να επιστρέφουν τα χρήματα πληρώνοντας απευθείας τους συγγενείς της στην Ελλάδα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι αυτή ήταν η «φορολογικά αποδοτική» λύση που έψαχνε για τη μεταφορά κεφαλαίων. «Είναι ξεκάθαρο πλέον ότι δεν πρόκειται να λάβουμε το ένα εκατ. στερλίνες εδώ» έγραφε στις σημειώσεις του ο υπάλληλος μετά τη συνάντησή του με τη Βασιλική, η οποία του είχε προτείνει και κάποια «αφορολόγητα δώρα».

Η επόμενη επαφή μεταξύ του υπαλλήλου της τράπεζας και της Ελληνίδας θα γινόταν τον Αύγουστο του 2005, κατά τη διάρκεια επίσκεψης στον δικηγόρο της. Από εκεί ζήτησε να μεταφερθούν χρήματα από τον Mykonos στέλνοντας φαξ με την υπογραφή της, όπως προβλεπόταν στη σχετική διαδικασία. Ο υπάλληλος, ο οποίος δεν ήταν ο ίδιος με αυτόν που την είχε επισκεφθεί στο σπίτι της, δεν δυσκολεύτηκε κατά την ταυτοποίηση της πελάτισσας, είχε όμως την αίσθηση ότι η Βασιλική δεν είχε τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης. Ετσι, ζήτησε από τον συνάδελφό του που είχε μαζί της στενές σχέσεις να τσεκάρει αν όλα είναι καλά και αν υπάρχουν ζητήματα που θα έπρεπε να γνωρίζει η τράπεζα. Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε ο «έμπειρος υπάλληλος» με πολύ καλό φίλο της Βασιλικής –ο οποίος είχε μεσολαβήσει για να αποκτήσει λογαριασμό με τον σύζυγό της στην HSBC –έμαθε ότι «είχε δυσκολευτεί αρκετά από τότε που πέθανε ο άνδρας της» και ότι η μεγαλύτερη έννοια της ήταν πώς να φέρει στην κατοχή της τις καταθέσεις «με διακριτικό τρόπο». Μετά τη μεταφορά που έκανε από τον Mykonos το υπόλοιπο του λογαριασμού ήταν κάτω από 18.000 στερλίνες –το όριο που του επέτρεπε να παραμένει ανοιχτός –και έτσι ο έμπειρος υπάλληλος της ζήτησε να τον κλείσει. Εκείνη τον παρακάλεσε να μεταφέρει το υπόλοιπό του λογαριασμού στην Αγγλία, με διακριτικό πάντα τρόπο. Του είπε πως αν τα κατάφερνε θα τον περίμενε ένα «μεγάλο δώρο», εκείνος όμως αμέσως αρνήθηκε λέγοντάς της ότι κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό και ότι θα μπορούσαν να τα πουν από κοντά κάποια στιγμή τον Νοέμβριο.

ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Οπως και έγινε. Κατά τη δεύτερη συνάντησή τους στο σπίτι της το 2005 η Βασιλική τον ξαναρώτησε αν μπορεί να της φέρει μετρητά στο Λονδίνο. Ο έμπειρος υπάλληλος αρνήθηκε. Θυμόταν ότι εκείνη είχε κανονίσει να πληρώσουν οι οφειλέτες τα χρέη τους απευθείας στην οικογένειά της στην Ελλάδα και όχι να τα βάλουν στον λογαριασμό της HSBC. Της ζήτησε να υπογράψει για το κλείσιμο του Mykonos και για τη μεταφορά με έμβασμα του υπολοίπου σε λογαριασμό που θα υποδείκνυε η ίδια. «Για την πελάτισσά μας, η οποία είναι η προσωποποίηση της Σταχτοπούτας, από μια φτωχή ελληνική οικογένεια που παντρεύτηκε έναν πλούσιο άνδρα με τον οποίο ήταν πολύ χαρούμενη, είναι απολύτως κατανοητό ότι, χωρίς απογόνους, επιθυμεί να περάσει τα περιουσιακά στοιχεία που έχει στα λιγότερο προνομιούχα μέλη της οικογένειάς της» κατέληγε στις σημειώσεις του. Το υπόλοιπο του λογαριασμού Mykonos πριν κλείσει είχε φτάσει τα 1.400 δολάρια.