Η δεκαετία του ’80 κατέχει μια αξιοσημείωτη θέση στο σύμπαν των ιστορικών σπουδών. Υποτιμημένη πλήρως μέχρι πρόσφατα λόγω της ηγεμονικής θέσης που κατείχε στη συλλογική συνείδηση η «εκρηκτική» δεκαετία του ’60, ταυτισμένη με την υποχώρηση των μεγάλων αφηγήσεων, εποχή προϊούσης αποϊδεολογικοποίησης και βαθμιαίας αλλά σταθερής κατίσχυσης του κιτς, του ανούσιου και του εφήμερου στην καθημερινή εμπειρία των ανθρώπων. Κοντολογίς, μια εποχή στη διάρκεια της οποίας η εμπέδωση του καταναλωτισμού θεωρήθηκε όχημα ενός γενικευμένου τρόπον τινά «εκμαυλισμού» της ελληνικής κοινωνίας, μάλιστα ενίοτε αντιληπτού μέσα από μια ηθικολογία που υποβάθμισε περαιτέρω τα ερευνητικά ζητούμενα, με αποτέλεσμα να βρίσκεται, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για να θυμηθούμε και ένα προσφιλές σύνθημα της περιόδου, «στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας».

Διελκυστίνδα

Και ύστερα ήρθε η έκρηξη. Η οικονομική κρίση που ενέσκηψε μετά το 2009 μετέφερε τη δεκαετία του ’80 στο επίκεντρο της δημόσιας ιστορίας και την κατέστησε μνημονικό τόπο με έντονες φορτίσεις, μετατρέποντάς τη σε μια πρωτόγνωρης έντασης διελκυστίνδα ανάμεσα σε υπερασπιστές τής Μεταπολίτευσης και σε φανατικούς πολεμίους της, οι οποίοι, πότε εφορμώντας από τα κάστρα ενός ελιτισμού που «δυσφορεί» απέναντι στο φαινόμενο της εκρηκτικής κοινωνικής ανόδου και στα πολιτισμικά του παράγωγα και πότε εκκινώντας από το «ψόφα» της ανεγκέφαλης ακροδεξιάς ρητορείας, δεν έβλεπαν τη δεκαετία του ’80 παρά μόνο ως μια θλιβερή παρέκκλιση από την όποια ορθότητα «αποσάρθρωσε η μικροαστική αμετροέπεια». Είχε προηγηθεί ωστόσο, λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση σε όλη της τη σφοδρότητα, η έκδοση του εμβληματικού Λεξικού για τη δεκαετία του ’80 υπό την επιστημονική επιμέλεια των Βασίλη Βαμβακά και Παναγή Παναγιωτόπουλου, μια έρευνα που επανατοποθέτησε τα 80s στον χάρτη των κοινωνικών επιστημών ως μια εποχή ιδιαίτερα σημαντική, της οποίας η κατανόηση δεν μπορεί να εξαντληθεί στην περιγραφή των πολιτικών εξελίξεων, έστω και αν η πολιτική ένταξη συνιστά ακόμη έναν πολύ σημαντικό άξονα γύρω από τον οποίο συγκροτούνται οι ταυτότητες των ανθρώπων και οργανώνεται η καθημερινή τους εμπειρία.

Στο πλαίσιο αυτό της ψύχραιμης αποτίμησης της δεκαετίας του ’80 με εργαλεία ανάλυσης που «έρχονται» από τις πολιτισμικές σπουδές εντάσσεται το εξαιρετικό βιβλίο της Ορσαλίας Ελένης Κασσαβέτη «Η ελληνική βιντεοταινία (1985-1990). Ειδολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις». Το βιβλίο εξετάζει την άνθηση της βιντεοταινίας (η οποία, προσοχή, δεν θα πρέπει να συγχέεται με την κινηματογραφική ταινία που διανεμήθηκε επίσης σε «κασέτα») την περίοδο 1985-1990, δηλαδή περίπου μέχρι την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης. Σε αυτό το χρονικό διάστημα, η έκρηξη του βίντεο αποτέλεσε ένα πραγματικό φαινόμενο, καθώς ο αριθμός των συσκευών που «εισήλθαν» στα ελληνικά σπίτια αυξήθηκε περίπου κατά 900%, ενώ συνακόλουθα μόνο το 1988 λειτουργούσαν γύρω στα 2.500 βιντεοκλάμπ σε όλη τη χώρα. Η επιτυχία της βιντεοταινίας μπορεί να κατανοηθεί μόνο στα συμφραζόμενα της εποχής, ως μια μορφή οικιακής ψυχαγωγίας που έδωσε λύση στην αδυναμία ικανοποίησης των ταχύτατα ανελισσόμενων μικροαστικών στρωμάτων από τη μονολιθικότητα των κρατικών τηλεοπτικών προγραμμάτων και τις αφηγηματικές ή άλλες προτεραιότητες που χαρακτήριζαν τον κινηματογράφο «των δημιουργών». Επιπρόσθετα, ως πρωτοποριακή συσκευή από την άποψη της τεχνολογίας, το βίντεο ενίσχυσε αυτό που η συγγραφέας ευφυώς αποκαλεί «σύνδρομο ανοδικού διαύλου του Ελληνα» επιβεβαιώνοντας έτσι «με ευτελή συμβολικά υλικά τη ζωή του».

Η μονογραφία της Ο.Ε.Κ. χαρακτηρίζεται από δύο μείζονα χαρακτηριστικά τα οποία θεωρώ πως πρέπει να τονιστούν. Το πρώτο είναι η μέριμνά της να εντάξει το υπό εξέταση θέμα στο γενικότερο κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο της περιόδου, αρνούμενη να πέσει στην παγίδα μιας φλυαρίας που δεν σπανίζει στην κινηματογραφική ανάλυση και που υποβαθμίζει τις κοινωνικές συνιστώσες, ανάγοντας σε ύψιστο ερευνητικό ζητούμενο την εξαντλητική περιγραφή του τεκμηριωτικού υλικού (ενίοτε συμβαίνει και το ακριβώς αντίθετο). Το δεύτερο χαρακτηριστικό που θα πρέπει να επισημανθεί είναι το επαρκές απόθεμα επαγγελματικής «διαστροφής» το οποίο φαίνεται να τη χαρακτηρίζει. Η «διαστροφή» της δεν εντοπίζεται στην υποδειγματική ανάλυση ενός τεράστιου αριθμού ταινιών, οι οποίες με βάση τα καλλιτεχνικά και αισθητικά κριτήρια του σήμερα θα χαρακτηρίζονταν από «αφελείς» και «καλτ» έως «σκουπίδια», αλλά στην ώριμη, επαγγελματική και χωρίς ίχνος υφέρποντος σνομπισμού διαχείριση του προς εξέταση υλικού. Επισημαίνω το στοιχείο αυτό καθώς η συγγραφέας, παρότι δεν εκκινεί από τον χώρο των ιστορικών σπουδών, συμμερίζεται, ίσως από ένστικτο, ίσως από έμφυτο σεβασμό προς το υλικό της, μια βασική αρχή της ιστορικής επιστήμης, την οποία συχνά βλέπουμε να καταστρατηγείται από, όχι λίγους, πούρους ιστορικούς: κάθε φαινόμενο πρέπει να εξετάζεται στα συμφραζόμενά του και να διερευνώνται οι αποτυπώσεις του ιστορικού χρόνου πάνω του.

Ο «κύκλος της αλητείας»

Στην περίπτωση της βιντεοταινίας, ο ερευνητής της δεκαετίας του ’80 μπορεί να επισημάνει όχι μόνο στοιχεία που συνδέονται με την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της εποχής (το σκάνδαλο Κοσκωτά λ.χ., η πολιτική πόλωση ή ο ηθικός πανικός για τη νεολαία που καταγράφεται στις πλείστες ταινίες που συγκροτούν τον «κύκλο της αλητείας»), αλλά και μια εικονολογία που αποτελεί έναν ακόμη ανεξερεύνητο πλούτο για τη μελέτη της ιστορίας των νοοτροπιών ή γενικότερα της καθημερινής εμπειρίας: η βωμολοχία, οι κοινωνικές προκαταλήψεις, το ντύσιμο των ανθρώπων, η διακόσμηση, το «καμάκι». Ειδικά η βιντεοταινία, εξαιτίας του πρόχειρου τρόπου με τον οποίο γυριζόταν, αποτελεί μια αφιλτράριστη μαρτυρία για μια σειρά από τέτοια ζητήματα, αν και, όπως ορθά επισημαίνει η συγγραφέας, «ο βιντεορεαλισμός συνιστά μια πολύπλοκη κατασκευή, η οποία μόνο σε συνδυασμό με έγκυρες πληροφορίες και διατυπώσεις δύναται να ληφθεί υπόψη ως πολιτισμικό τεκμήριο». Ως προς τούτο, δεν μπορεί να μην επισημανθεί η υποκίνηση ενός μεγάλου αριθμού και ετερόκλητων ως προς την προέλευσή τους πηγών (δημοσιεύματα του Τύπου, επίσημες στατιστικές, λαϊκά ή επιστημονικά περιοδικά), οι οποίες πλαισιώνουν έξοχα την ανάλυση, δίνοντας υπεραξία στο βιβλίο και καθιστώντας το πραγματικά πολύτιμο.

Κοντολογίς, η Ορσαλία Ελένη Κασσαβέτη μάς δίνει μια σημαντικότατη συμβολή για την κοινωνική και πολιτισμική ιστορία του ’80, καθώς η μονογραφία της μας βοηθά να κατανοήσουμε μέσα από την ανάλυση της δημοφιλούς βιντεοταινίας τα μικροαστικά στρώματα που κατά βάση συνδέθηκαν με την κατανάλωσή της, εν τέλει την ίδια την εποχή. Ετσι κι αλλιώς, για να θυμηθούμε τα λόγια του Αντσο της Μελκ, «videmus nunc per speculum et in aenigmate» – «και πριν δούμε την αλήθεια ενώπιοι ενωπίω, δεν αντιλαμβανόμαστε παρά τα θραύσματά της».

Ο Κώστας Κατσάπης είναι ιστορικός στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου
Οι ιερείς

Ο παπα-Σούζας, ο παπα-Ράμπο και ο παπα-Καβάλας

«Οι δύο τύποι παπάδων που επικρατούν στις αρχές της δεκαετίας 1980, με πρότυπο τον κινηματογραφικό «Παπα-Σούζα» (1983), είναι: α) ο εκσυγχρονιστής παπάς, ο οποίος βρίσκεται κοντά στη νεολαία, βοηθά το ποίμνιο (υλικά, πνευματικά), προσπαθεί να το επαναφέρει στην Εκκλησία, διορθώνει τα κακώς κείμενα –ο τύπος του εκσυγχρονιστή παπά δεσπόζει στην κινηματογραφική παραγωγή της δεκαετίας του 1980 –και β) ο οπισθοδρομικός παπάς, ο οποίος είναι «τύποις» παπάς, ερωτιάρης, ενδιαφέρεται για την εκκλησιαστική περιουσία και πώς θα τη διατηρήσει, είναι φιλοχρήματος, πονηρός, έκφυλος και προκαλεί βλάβη. Αυτός ο τύπος συμβαδίζει με εκείνον του εκσυγχρονιστή παπά και αποτελεί τη βάση της βιντεοπαραγωγής μετά το 1987 –με μεμονωμένες νύξεις από το 1985 [βλ. «Παπαδίστικη κομπανία Νο2» (1985)]

(…) Ο Τ. Σιμωνετάτος σκηνοθετεί το 1987 μια ιδιαίτερα παράδοξη βιντεοταινία: ο «Παπα-Καβάλας» (Γ. Κάππης) νιώθει άσχημα που δεν μπορεί να βοηθήσει τους φτωχούς και να σώσει τη νεολαία. Με προτροπή της γυναίκας του (Σ. Αναστοπούλου) θα δει στο βίντεο τον «Παπα-Σούζα», θα επηρεαστεί και θα ακολουθήσει τα διδάγματά του.

Ο Γ. Βογιατζής ως «Ο παπα-Ράμπο» [(1987) του Α. Κατσιμητσούλια] πρέπει όχι μόνο να φέρει τους νέους στην Εκκλησία, αλλά να νικήσει και τη «ραμπο-λαγνεία» της γυναίκας του (Ε. Στρατή). Ο ίδιος ηθοποιός υποδύεται και τον σχισματικό ιερέα «Παπα-Φαγάνα» [(1987) του Γ. Μυλωνά], ο οποίος βρίσκει τον δάσκαλό του από έναν αποφυλακισθέντα απατεώνα, τον Νίκο (Θ. Μάνεση), που εμφανίζεται ως ελεγκτής της τοπικής εκκλησιαστικής περιουσίας. Αντίθετα, με τον αληθινό παπα-Κατινά στη βιντεοταινία «Ο παπα-Λεβέντης» [(1988) του Κ. Καραγιάννη] η Εκκλησία ενσαρκώνει τον εχθρό της διαφθοράς και διορθώνει τα κακώς κείμενα. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή εμφάνιση του ιερέα, που ενέπνευσε τον σκηνοθέτη Ο. Ευστρατιάδη σε μια βιντεοταινία όπου προβάλλεται και το μουσικό ταλέντο του πρωταγωνιστή».

(απόσπασμα από τις σελ. 115-118)

Ορσαλία Ελένη Κασσαβέτη

Η ελληνική βιντεοταινία (1985-1990)

Ειδολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις

Πρόλογος: Παναγής Παναγιωτόπουλος

Εκδ. Ασίνη, 2014, σελ. 368

Τιμή: 16 ευρώ