Την αναγκαιότητα να φύγει η χώρα από την απομόνωση και από το περιθώριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και να ενταχθεί στο κεντρικό της κάδρο μέσα από μια ρεαλιστική προσέγγιση για την ανόρθωση της οικονομίας της επισημαίνει με παρέμβασή του ο Κώστας Σημίτης. Πραγματικότητα για την οποία αποδίδει ευθύνες όχι μόνο στην αντίληψη των ελληνικών κυβερνήσεων αλλά και σε κράτη-μέλη της ΕΕ, που ουσιαστικά την έχουν μετατρέψει σε κλειστή λέσχη εκλεκτών.

Ο πρώην πρωθυπουργός περίπου ένα μήνα μετά την τελευταία δημόσια εμφάνισή του στην LSE όπου ορθώς είχε προβλέψει την αδυναμία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, επανεμφανίζεται με σχόλιό του με αφορμή την εκλογική αναμέτρηση της ερχόμενης Κυριακής.

Ο Κ. Σημίτης παραθέτει τις δυσκολίες που θα συναντήσει και η επόμενη κυβέρνηση για την επίτευξη συμφωνίας εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου. Ωστόσο αφήνει να εννοηθεί ότι η συγκυρία είναι ευνοϊκή για τη δημιουργία ενός νέου πλαισίου συνεννόησης καθώς εντός της ΕΕ εξελίσσεται μια εκτεταμένη συζήτηση για τους τρόπους ανάκαμψης της οικονομίας και την αναμόρφωση της οικονομικής διακυβέρνησης. Εξ αυτού του λόγου επικαλείται και την επικείμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ως στοιχείο ενός ευρύτερου προβληματισμού που υπάρχει στην ΕΕ για την οικονομική ανόρθωση των χωρών της. «Θέμα της συνεδρίασης η αγορά ομολόγων των κρατών-μελών από την Τράπεζα, ώστε να χρηματοδοτηθούν με αυτό τον τρόπο τα κράτη. Μέχρι σήμερα η μορφή αυτή χρηματοδότησης θεωρείτο αντίθετη προς τις Συνθήκες. Θα συμπεριληφθεί η Ελλάδα στη νέα ρύθμιση ή θα αποκλειστεί γιατί το ειδικό πρόγραμμά της ολοκληρώνεται τέλη Φεβρουαρίου και ανανέωση δεν έχει συμφωνηθεί;» διερωτάται ο πρώην πρωθυπουργός παρουσιάζοντας την κρισιμότητα της συνεδρίασης.

Ακολούθως διαπιστώνει ότι η Ελλάδα απέχει από την ευρύτερη ευρωπαϊκή συζήτηση αποδίδοντας εν μέρει αυτή την πραγματικότητα στην αδυναμία των κύριων πολιτικών κομμάτων που συμφωνούν στην ευρωπαϊκή προοπτική συμφωνίας να διασαφηνίσουν τις απόψεις τους για τις αναγκαίες επιδιώξεις της χώρας. Κάτι που όπως επισημαίνει δεν οφείλεται μόνο στην εκλογική διαδικασία. «Είτε υποστηρίζουν την απόλυτη αυτονομία της χώρας απέναντι στην Ενωση είτε επιδιώκουν τη διατήρηση ιδιαιτεροτήτων μας που καθηλώνουν τη χώρα στην υστέρηση» σημειώνει και παρατηρεί: «Απόλυτη αυτονομία στην Ενωση δεν είναι δυνατή. Οι δε υφιστάμενες στην Ελλάδα συντεχνιακές και πελατειακές πρακτικές αντίκεινται στους κανόνες λειτουργίας μιας σύγχρονης οικονομίας». Οπως παρατηρεί μάλιστα ο Κ. Σημίτης, ως χώρα δεν έχουμε πραγματοποιήσει έως τώρα συνεννοήσεις με τις άλλες χώρες της ΕΕ ώστε να διαμορφωθεί μια πολιτική για τον βαθμιαίο περιορισμό του χάσματος μεταξύ του ανεπτυγμένου κέντρου και της περιφέρειας. «Μάς απασχολούν μόνο η τρόικα και η χρηματοδότηση της χώρας. Είμαστε απομονωμένοι». Ως εκ τούτου ο πρώην πρωθυπουργός ζητεί αντιστροφή της κατάστασης και σχολιάζει ότι «η ΕΕ δεν είναι μια λέσχη που έχουν λόγο μόνο οι εκλεκτοί», ενώ προσθέτει ότι «η πολιτική λιτότητας δεν είναι μόνιμος κανόνας, αλλά ως κοινό εγχείρημα προϋποθέτει την αμοιβαία αλληλεγγύη και την αμοιβαία συμβολή». Ωστόσο σχολιάζει: «Οταν ζητάμε την αλληλεγγύη πρέπει να συμμετέχουμε δημιουργικά με ρεαλιστική άποψη στην κοινή προσπάθεια. Επειδή αυτό δεν συμβαίνει μας θεωρούν περιθωριακούς».

Εν κατακλείδι επισημαίνει μετά τις εκλογές κυβέρνηση και κόμματα οφείλουν να διαμορφώσουν τη δική μας πολιτική ευρωπαϊκής συνεργασίας, «να αρχίσουν ένα σοβαρό διάλογο με τους εταίρους προτείνοντας τρόπους βαθμιαίας μείωσης των διαφορών των οικονομικών επιπέδων των μελών της ευρωζώνης». Και καταλήγει: «Καιρός πια ο λόγος μας να μην αφορά μόνο την οικονομική συμπαράσταση και ο λόγος των εταίρων μας μόνο την ελληνική εξαίρεση» προκειμένου «να μη διολισθήσουμε στη μοιραία οικονομική κατάρρευση ρητορεύοντας για το μεγαλείο της χώρας».