Μαζί με «ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» κυκλοφορεί αύριο η επετειακή πρωτότυπη έκδοση «Τσιτσάνη Εγκώμιον» με παλιά και νέα κείμενα που έχουν δημοσιευθεί στην εφημερίδα για τον μέγα δημιουργό. Ανάμεσά τους θα διαβάσετε δύο εμβληματικά: το ένα είναι της Σοφίας Σπανούδη από το μακρινό 1951. Η αναγνώριση του ταλέντου του δημιουργού από τη σπουδαία μουσικό και αρθρογράφο (η οποία υπήρξε πολέμιος του ρεμπέτικου) ήταν καθοριστική. Το άλλο είναι η μεγάλη συνέντευξη που έδωσε ο Τσιτσάνης το 1973 σε ένα «ιερό τέρας» της δημοσιογραφίας: στον Γιώργο Πηλιχό. Επίσης, οι συνεντεύξεις του στον Κώστα Χατζηδουλή (στον οποίο τόσα του χρωστάει το ελληνικό τραγούδι), στον Γιώργο Λιάνη και η μονογραφία του δημιουργού από τον Πάνο Γεραμάνη έχουν την δική τους αξία.

Δεν μείναμε όμως μόνο εδώ: νέα κείμενα για τον δημιουργό έγραψαν για τούτη την έκδοση οι ερευνητές – μουσικολόγοι Νίκος Ορδουλίδης και Δημήτρης Σταθακόπουλος. Επίσης, ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης έγραψε ένα διήγημα με θέμα τον Τσιτσάνη και με καμβά τον Εμφύλιο αποκλειστικά για το βιβλίο μας. Τέλος, ο σπουδαίος ερευνητής Αντώνης Κόντος συγκέντρωσε σε κατάλογο την πλήρη δισκογραφία του Τσιτσάνη την οποία και επικαιροποιήσαμε.

Παραθέτω ένα απόσπασμα από το ιστορικό κείμενο της Σπανούδη, του 1951 (διατηρώντας την ορθογραφία του αποσπάσματος): «Ο Τσιτσάνης είναι ένας μεγαλοφυής λαϊκός συνθέτης. Θα έλεγα καλλίτερα, αυτοσχεδιαστής, σαν τον περίφημο εκείνο Ουγγαρέζο Γκέζα Τσάρνακ, που θαύμαζε τόσο ο Λιστ, κι έτρεμε μην τύχη και σπουδάσει μουσική, για να διατηρήσει παρθενική και αναλλοίωτη την ορμέμφυτη δύναμη του μουσικού του ενστίκτου. Αμφιβάλλω πολύ αν ο Τσιτσάνης θα μπορούσε να γράψει τα τραγούδια του εναρμονίζοντας αυτά για την μικρή του ορχήστρα. Δύο μπουζούκια, μια κιθάρα, μια φυσαρμόνικα κι ένα πιάνο, αυτή είναι όλη η ορχήστρα που διευθύνει παίζοντας ο ίδιος το πρώτο μπουζούκι και τραγουδώντας με αισθαντικότητα όσο και σεβασμό του στυλ που έχει καθιερώσει ο ίδιος στη μουσική του.

Σολίστ του τραγουδιού είναι η Μαρίκα Νίνου, μια νέα με ωραία φωνή, γεμάτη περιπάθεια, που μένει πάντα υποταγμένη στα κελεύσματα μιας ευγενικής στα ειδώς της τέχνης, χωρίς να ξεπερνά ποτέ αυθαίρετα τα σύνορά της. Η τέχνη αυτή έχει μια σύμφυτη ευγένεια, κι έναν λαϊκό αριστοκρατισμό. Τα «ρεμπέτικα» τραγούδια τού Τσιτσάνη είναι ορθόδοξα και σεμνά, με αγνή συναισθηματική προέλευση. Χωρίς ίχνος παρεκτροπής, ούτε κακόζηλα διφορούμενα, όπως μερικά που ακούμε στο ραδιόφωνο ή σε ειδικές ταβέρνες. Στις στροφές και την επωδό τους, μουσικότατα χρωματισμένα, αποβλέπουν πριν απ’ όλα στην αγνή συναισθηματική συγκίνηση. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» είναι ένα υποβλητικώτατο ψυχικό τοπίο, που μεταγγίζει ακέραια στον ακροατή τη σκιερή του ατμόσφαιρα».