Οι υψηλοί τόνοι με τους οποίους ξεκίνησε η προεκλογική περίοδος εξακολουθούν να κυριαρχούν στον δημόσιο λόγο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι από διάφορες πλευρές επαλαμβανόμενες συγκρίσεις με τις εκλογές του 1920, ως εάν η Ελλάδα να βρίσκεται (όπως τότε) σε εμπόλεμη κατάσταση και η σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση να αποτελεί απλή μετεξέλιξη της αγγλογαλλικής αποικιοκρατίας των αρχών του 20ού αιώνα. Η πόλωση που αναπτύσσεται έχει, βέβαια, ως προφανή στόχο την αύξηση της συσπείρωσης των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, η οποία πιστεύεται ότι μπορεί θα επιτευχθεί αν οι εκλογές μετατραπούν σε δημοψηφισματική επιλογή κυβέρνησης και κυρίως πρωθυπουργού.

Το πρώτο και κρισιμότερο διακύβευμα των επόμενων εκλογών αφορά, επομένως, το εάν και ως ποιον βαθμό οι ψηφοφόροι θα ανταποκριθούν στον διλημματικό χαρακτήρα της αναμέτρησης τον οποίο επιχειρούν να επιβάλουν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα εκμεταλλευόμενα και την πλειοψηφική λειτουργία του εκλογικού νόμου (το μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, ανεξαρτήτως της διαφοράς από το δεύτερο). Γεγονός που καθιστά το πρώτο κόμμα τον απαραίτητο πυλώνα οποιασδήποτε κυβερνητικής πλειοψηφίας.

Στις εκλογές του Ιουνίου 2012, σε ένα εξίσου πολωμένο πολιτικά περιβάλλον, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσαν αθροιστικά το 56,6% των εγκύρων και σε απόλυτο αριθμό 3.480.519 ψήφους (μόλις 120.000 περισσότερες από ό,τι μόνη της η ΝΔ τον Μάρτιο του 2004). Δύο χρόνια αργότερα, στις ευρωεκλογές του περασμένου Μαΐου, τα δύο μεγαλύτερα σήμερα κόμματα περιορίστηκαν αθροιστικά στο 49,3% των εγκύρων, ενώ σε απόλυτους αριθμούς απείχαν αισθητά από το συμβολικό όριο των 3.000.000 ψήφων.

Τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα δημοσκοπικά δεδομένα εμφανίζουν, βέβαια, μια ενδυνάμωση του δικομματισμού και οδηγούν στην υπόθεση ότι στις 25 Ιανουαρίου το πιθανότερο είναι ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ να ξεπεράσουν αθροιστικά το 60%. Το ερώτημα όμως που παραμένει είναι αν θα προσεγγίσουν το 65%, ένα αποτέλεσμα που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένδειξη παγίωσης του νέου δικομματισμού.

Ενα εμπόδιο που καλούνται να υπερβούν οι δύο διεκδικητές της εξουσίας είναι τα σχετικώς χαμηλά επίπεδα κομματικής ταύτισης από τα οποία εκκινούν. Με βάση τα δεδομένα από την έρευνα «Τάσεις» της MRB (βλ. «ΤΑ ΝΕΑ», 27.12.2014) μόνο το 50% του εκλογικού σώματος δηλώνει ότι αισθάνεται «κοντά» είτε στη ΝΔ είτε στον ΣΥΡΙΖΑ ενώ οι υπόλοιποι μισοί αισθάνονται ταυτόχρονα «μακριά» και από τους δύο. Βέβαια, αρκετοί από τους αποστασιοποιημένους αυτούς ψηφοφόρους είναι ενδεχόμενο να οδηγηθούν τελικά στην αποχή, ένα φαινόμενο που συνεχώς διευρύνεται την τελευταία δεκαετία, ανεβάζοντας έτσι εμμέσως το αθροιστικό ποσοστό του δικομματισμού. Γιατί στην πραγματικότητα οι πολίτες αυτοί καλούνται να απαντήσουν σε ένα δίλημμα που τους τίθεται εκ των άνω τη στιγμή που οι ίδιοι δεν εμπιστεύονται πλέον τα πολιτικά κόμματα.

Στο ρευστό αυτό τοπίο ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να απευθύνονται κυρίως στους ήδη πεπεισμένους ψηφοφόρους, με τον ΣΥΡΙΖΑ να διατηρεί ένα (έστω και μειούμενο) προβάδισμα, το οποίο έχει κατοχυρώσει από τις ευρωεκλογές του περασμένου Μαΐου. Το κρίσιμο μέγεθος που διαμορφώνει αυτό το προβάδισμα είναι η απευθείας μετατόπιση προς τον ΣΥΡΙΖΑ ψηφοφόρων της ΝΔ το 2012 (περίπου 2,5% έως 3% του συνολικού εκλογικού σώματος), διαρροή που φαίνεται να συνεχίζεται (προφανώς σε μικρότερα μεγέθη) ακόμη και με βάση τους ψηφοφόρους της ΝΔ στις ευρωεκλογές. Αυτούς ειδικά τους ψηφοφόρους έχει στο στόχαστρο η επιθετική προς τον ΣΥΡΙΖΑ επιχειρηματολογία της ΝΔ, γιατί μόνο αν αυτό το ρεύμα ακυρωθεί, η ΝΔ μπορεί να ελπίζει σε ένα ευνοϊκό γι’ αυτήν αποτέλεσμα.

Μια δεύτερη δεξαμενή ψηφοφόρων στην οποία απευθύνεται η ΝΔ είναι οι τοποθετούμενοι δεξιά της, και οι οποίοι με βάση τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών αποτελούν σχεδόν το 17% του εκλογικού σώματος. Βέβαια, από το σύνολο αυτό η σημαντικότερη μερίδα στράφηκε προς τη Χρυσή Αυγή (9,3%), επιδεικνύοντας μάλιστα μια απολύτως συνεκτική εκλογική συμπεριφορά, τόσο στις περιφερειακές όσο και στην ευρωπαϊκή εκλογή. Οι πιθανές διαρροές ψηφοφόρων από τη ΧΑ προς τη ΝΔ (ιδιαίτερα από τον περίγυρο και όχι από τον πυρήνα) είναι όμως μέγεθος που καταγράφεται με αντιφατικό τρόπο και με σημαντικές αποκλίσεις στις διάφορες δημοσκοπήσεις και γι’ αυτό οποιαδήποτε σχετική εκτίμησή του είναι απολύτως παρακινδυνευμένη. Οπως εξαιρετικά δύσκολη είναι και η επακριβής προσέγγιση δημοσκοπικά της εκλογικής επιρροής που θα καταγράψει τελικά η ΧΑ με δεδομένη μια ισχυρή τάση απόκρυψης των ψηφοφόρων της που παρατηρείται τους τελευταίους μήνες.

Η αναμενόμενη ενδυνάμωση του νέου δικομματισμού προέρχεται επίσης από την πολυδιάσπαση του μεσαίου χώρου, αλλά και από τη χαμηλή κομματική ταύτιση που διαθέτουν οι επιμέρους κομματικοί σχηματισμοί του. Ιδιαίτερα Το Ποτάμι, που δημοσκοπικά εμφανίζεται ως ο κυριότερος διεκδικητής της τρίτης θέσης (σε ανταγωνισμό με την ΧΑ), εμφανίζει τη μικρότερη κομματική ταύτιση αλλά και τις μεγαλύτερες δυνατότητες να αποτελέσει τον κατεξοχήν υποδοχέα ταλαντευόμενων ψηφοφόρων. Αντίθετα, το ΠΑΣΟΚ, που ως ενιαίος φορέας θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να διεκδικήσει την τρίτη θέση, βρίσκεται σήμερα σε δυσχερέστερη θέση.

Ο ανταγωνισμός, πάντως, μεταξύ των μικρότερων κομμάτων αποτελεί τη δεύτερη όψη των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου και η έκβασή του μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά τις άμεσες μετεκλογικές διεργασίες. Γιατί αυτό που θα ήταν δημοκρατικά αδιανόητο είναι η ανάληψη διερευνητικής εντολής από τον έγκλειστο του Κορυδαλλού.