Οι μαρτυρίες και οι καταγγελίες των διασωθέντων του «Norman Atlantic» εγείρουν αμείλικτα ερωτήματα για τον τρόπο με τον οποίο τα μέλη του πληρώματος χειρίστηκαν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ειδικοί και εμπειρογνώμονες σε θέματα ναυτικών ατυχημάτων υποστηρίζουν στα «ΝΕΑ» πως αν όσα καταγγέλλονται ευσταθούν, τότε έχουμε να κάνουμε με σημαντικές παραλείψεις και παραβιάσεις κανόνων ασφαλείας που οδήγησαν τελικά στη ναυτική τραγωδία. Ολα τα στοιχεία και οι μαρτυρίες των διασωθέντων οι οποίοι έχουν δώσει καταθέσεις στις ιταλικές δικαστικές Αρχές που διερευνούν την υπόθεση θα αποτελέσουν κλειδιά για την απόδοση των ευθυνών.

Ερευνα, όμως, διεξάγει και η ελληνική Δικαιοσύνη. Χθες η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη ζήτησε τη διενέργεια κατεπείγουσας έρευνας από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά προκειμένου να διακριβωθούν οι συνθήκες και τα αιτία της ναυτικής τραγωδίας. Ωστόσο, οι ειδικοί επισημαίνουν πως τα λάθη στη διαδικασία αντιμετώπισης της πυρκαγιάς και οργάνωσης της εκκένωσης του πλοίου και διάσωσης των επιβατών είναι οφθαλμοφανή.

Σύμφωνα με τον επίκουρο καθηγητή Ναυτικής Ασφάλειας και Περιβαλλοντικής Διαχείρισης στο World Maritime University που ιδρύθηκε από τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (IMO) Δημήτρη Δαλακλή, σε έκτακτες περιπτώσεις, όπως ήταν η πυρκαγιά στο «Norman Atlantic», θα πρέπει να γίνουν συγκεκριμένες ενέργειες με βάση διεθνείς συμβάσεις και κώδικες, που προβλέπουν ακριβώς ποια βήματα θα πρέπει να ακολουθηθούν. «Προφανώς, όμως, βάσει του τελικού αποτελέσματος, οι προβλέψεις αυτές δεν ακολουθήθηκαν είτε εξαιτίας της χαμηλής εκπαίδευσης του πληρώματος είτε λόγω πανικού ή μπορεί να είναι ένας συνδυασμός και των δύο», εξηγεί στα «ΝΕΑ».

Επιστήμονες που ειδικεύονται σε θέματα ναυτικής ασφάλειας δίνουν απαντήσεις σε οκτώ κρίσιμα ερωτήματα που ενδεχομένως να έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην έκβαση της ναυτικής τραγωδίας.

Ξεσπάει πυρκαγιά στο γκαράζ. Ποιες είναι οι πρώτες ενέργειες του πληρώματος;

Ο τρόπος που αντιμετώπισε το πλήρωμα τη φωτιά –σύμφωνα πάντα με όσα αναφέρουν και καταγγέλλουν οι διασωθέντες –οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπήρξαν σημαντικές παραλείψεις. Οι ειδικοί συμφωνούν ότι σε περίπτωση πυρκαγιάς στο πλοίο θα πρέπει να ενεργοποιηθούν οι αισθητήρες καπνού και φωτιάς, που είναι υποχρεωτικός εξοπλισμός για όλα τα πλοία αυτού του μεγέθους. Με προειδοποίηση στο πάνελ της γέφυρας ενημερώνεται το μέλος του πληρώματος που έχει υπηρεσία (εάν δεν είναι ο καπετάνιος), καθώς και ο πρώτος μηχανικός. Δίνεται εντολή να ενεργοποιηθεί το άγημα πυρκαγιάς (που είναι μέλη του πληρώματος) για να πάει επιτόπου να εκτιμήσει την κατάσταση.

Οπως επισημαίνει ο ναυπηγός-μηχανολόγος, ειδικός πραγματογνώμονας και αναλυτής ναυτικών ατυχημάτων Αχιλλέας Κακαράντζας, στη συνέχεια ενεργοποιείται το αυτόματο σύστημα πυρκαγιάς, «πράγμα που μάλλον δεν έγινε. Αν δεν λειτουργούσε, τότε το πλήρωμα θα έπρεπε να πάρει τις μάνικες για να κάνει την κατάσβεση. Ακολούθως το γκαράζ έπρεπε να σφραγιστεί με τις ειδικές πυροστεγείς πόρτες που διαθέτει για να μην επεκταθεί η φωτιά στο υπόλοιπο πλοίο. Δεν είναι δυνατόν από ένα αυτοκίνητο στο γκαράζ να τυλιχθεί στις φλόγες ολόκληρο το καράβι και μάλιστα τόσο γρήγορα. Φωτιές σε γκαράζ καραβιών συμβαίνουν συχνά. Δεν παίρνουν όμως τέτοια έκταση. Ακριβώς διότι τα γκαράζ σφραγίζονται». Ερωτηματικό, αναφέρει επίσης, προκαλεί το γεγονός πώς η φωτιά έφτασε γρήγορα στα επάνω καταστρώματα και οι επιβάτες –όπως έλεγαν –ένιωθαν τη θερμότητα και να καίγονται τα παπούτσια τους.

Πώς έπρεπε να ενημερωθούν οι επιβάτες;

Εάν η φωτιά είναι μεγάλη και κινδυνεύουν οι επιβάτες, σύμφωνα με τον κ. Δαλακλή, ένα προηχογραφημένο ηχητικό μήνυμα από τα μεγάφωνα θα πρέπει να ακούγεται σε όλο το πλοίο, που θα ενημερώνει το επιβατικό κοινό για το τι πρέπει να κάνει. Μάλιστα, το πλήρωμα θα πρέπει βάσει προϋπάρχοντος σχεδίου να φροντίσει για τη συγκέντρωση των επιβατών στους αντίστοιχους σταθμούς.

«Εδώ ακούμε ότι οι επιβάτες αντιλήφθηκαν την πυρκαγιά βλέποντας και μυρίζοντας τους καπνούς, χωρίς να τους ειδοποιήσει κανείς» λέει με έκδηλη απορία ο κ. Κακαράντζας.

Τι θα έπρεπε να κάνει ο καπετάνιος στην περίπτωση της φωτιάς;

Οπως αναφέρει ο ναυπηγός-τεχνικός σύμβουλος Γιώργος Μαργέτης, ο καπετάνιος είναι πάντα υπεύθυνος σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης. «Σε μία φωτιά όμως έχει μεγαλύτερη ευθύνη διότι είναι αυτός που συντονίζει τις διαδικασίες». Ο κυβερνήτης, σημειώνει ο κ. Δαλακλής, είναι υπεύθυνος για την τήρηση των προβλεπόμενων διαδικασιών και την εξασφάλιση ότι όλα θα γίνουν βάσει αυτών. Γι’ αυτό άλλωστε, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, τη νομική ευθύνη για ναυτικά ατυχήματα έχει ο πλοίαρχος και κατ’ επέκταση η εταιρεία, της οποίας εκπρόσωπος στη θάλασσα είναι ο καπετάνιος.

Πότε έπρεπε να γίνει καταμέτρηση των επιβαινόντων;

Το πλήρωμα, σύμφωνα με τον επίκουρο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο WMU κ. Δαλακλή, θα πρέπει να καθοδηγήσει τους επιβάτες, να τους δώσει σωσίβια και να κάνει την πρώτη καταμέτρηση. Εάν λείπουν επιβάτες, θα πρέπει να αναζητηθούν από το πλήρωμα σε άλλους χώρους, καθώς πολλές φορές οι επιβάτες δεν γνωρίζουν να κυκλοφορήσουν σωστά στο πλοίο.

Για το ίδιο θέμα ο κ. Μαργέτης εκφράζει την απορία του πώς μπορεί μία ημέρα μετά το συμβάν να ανακοινώνεται από τις Αρχές ότι υπάρχουν αγνοούμενοι. «Πρέπει να γίνει πρώτα καταγραφή των επιβατών και μετά η εκκένωση του πλοίου. Συνεπώς ή έγινε λάθος, ή δεν έγινε καθόλου, ή κάποιοι επιβάτες είχαν ήδη εγκαταλείψει το πλοίο».

Επιτρέπεται να κοιμούνται οι οδηγοί στα φορτηγά τους μέσα στο γκαράζ;

Η παραμονή οδηγών μέσα στα αυτοκίνητά τους, στο γκαράζ του πλοίου, απαγορεύεται ρητώς από τους διεθνείς κανονισμούς, λέει ο Γιώργος Μαργέτης. Και όπως προκύπτει από τις μαρτυρίες πολλών διασωθέντων, αρκετοί οδηγοί φορτηγών κοιμούνταν στο γκαράζ του «Norman Atlantic». Kάποιοι –σύμφωνα πάντα με τις μαρτυρίες –ξύπνησαν και κατάφεραν να βγουν, ενώ άλλοι εγκλωβίστηκαν στη φωτιά. «Δυστυχώς είναι μία κακή κοινή πρακτική. Συμβαίνει κατά κόρον και σε πολλά ακτοπλοϊκά ταξίδια του εσωτερικού. Ακόμη και στη γραμμή Σαλαμίνα – Παλούκια, που το ταξίδι έχει μικρή διάρκεια. Ομως κι εκεί απαγορεύεται. Πολλοί οδηγοί φορτηγών κοιμούνται στα φορτηγά τους μολονότι έχουν καμπίνα. Προτιμούν να κοιμηθούν μόνοι τους εκεί παρά σε μία τετράκλινη καμπίνα».

Επιπλέον το πλήρωμα είναι αυτό που θα πρέπει να φροντίζει να μην παραμένει κανείς στους χώρους του γκαράζ και μάλιστα να κλείνει τις πόρτες του γκαράζ κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.

Γιατί υπάρχει σύγχυση με τις λίστες;

Το πλοίο πρέπει να γνωρίζει πάντα τον ακριβή αριθμό των ανθρώπων που επιβιβάστηκαν σε αυτό. Μάλιστα, τον ίδιο αριθμό πρέπει να τον γνωρίζει και η διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου, αναφέρει ο κ. Μαργέτης. Από την πλευρά του ο κ. Δαλακλής λέει πως το γεγονός ότι υπάρχει σύγχυση για το πόσοι άνθρωποι επέβαιναν τελικά στο «Norman Atlantic» «ενδεχομένως να οφείλεται στο ότι κάποια εισιτήρια δεν κόπηκαν από το αυτοματοποιημένο ηλεκτρονικό σύστημα της εταιρείας, αλλά χειροκίνητα στο λογιστήριο εντός του πλοίου».

Επιπλέον, ο κ. Μαργέτης προσθέτει ότι ο κατάλογος με τα ονόματα μπορεί να μην είναι αξιόπιστος και για έναν ακόμη λόγο. «Μπορεί κάποιος να έχει δώσει άλλο όνομα, καθώς δεν ζητείται επιβεβαίωση στοιχείων όπως γίνεται για παράδειγμα στο αεροπλάνο».

Ποιες είναι οι ευθύνες των Λιμεναρχείων;

Το Λιμεναρχείο έχει την ευθύνη από πλευράς ασφαλείας για το ποιος ακριβώς μπαίνει στο λιμάνι. Τα πλοία πρέπει να υποβάλλουν στην εταιρεία και στο Λιμεναρχείο λίστα επιβαινόντων. Ειδικότερα, αν για παράδειγμα ένα πλοίο χωρητικότητας 400 ατόμων δηλώσει ότι οι επιβάτες του φτάνουν τους 410, αυτόματα το Λιμεναρχείο απαγορεύει τον απόπλου.

Υπήρχε καθυστέρηση στην ειδοποίηση παραπλεόντων πλοίων και ρυμουλκών για βοήθεια;

Τόσο η εταιρεία του πλοίου (πλοιοκτήτρια ή/και διαχειρίστρια) όσο και οι ελληνικές ή οι ιταλικές Αρχές θα έπρεπε να ειδοποιήσουν αμέσως παραπλέοντα πλοία αλλά και ρυμουλκά να σπεύσουν στο σημείο, τονίζει ο κ. Κακαράντζας. «Γιατί να μην πάνε αμέσως 10 ρυμουλκά; Είδαμε για παράδειγμα πως όταν έγινε η ρυμούλκηση λυνόταν ο κάβος». Οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν την ώρα της τραγωδίας όμως ήταν καθοριστικός παράγοντας για τον χρόνο προσέγγισης των σωστικών μέσων στο φλεγόμενο πλοίο.