Είναι ένα γελοιογραφικό άλμπουμ μοναδικό. Διότι καταφέρνει, με επιλεγμένες βινιέτες, να συνοψίσει τα 55 χρόνια της πρόσφατης ελληνικής Ιστορίας όπως αυτά καταγράφηκαν κυρίως στα «ΝΕΑ» και στο «Βήμα» από το πενάκι ενός στυλίστα της πολιτικής γελοιογραφίας: του Κώστα Μητρόπουλου.

Μοντέρνος, λιτός, αφαιρετικός, λαϊκός και ευγενής ταυτόχρονα, υπαινικτικός όταν χρειάστηκε, ορισμένες φορές στοχαστικός, έχτισε ο ίδιος ένα σύμπαν κριτικής της επικαιρότητας που συντίθεται από τη δηκτική ευγένειά του και το προσωπικό στυλ του. Αντιπροσωπευτικές ψηφίδες αυτού του σύμπαντος περιέχονται στο άλμπουμ-ανθολόγιο της διαδρομής του, της διαδρομής μας, που μόλις κυκλοφόρησε.

Τα πρώτα του σχέδια τα έκανε στη «μεγαλυτέραν αθλητικήν εφημερίδα των Βαλκανίων», την «Αθλητική Ηχώ», που εξέδιδε «ένας κοντόχοντρος λινοτύπης μ’ ένα μάτι που γυάλιζε», ο Γιώργος Γεωργαλάς. Δημοσιεύονταν μάλιστα πρωτοσέλιδα, συχνά και επιχρωματισμένα. Ηταν ακόμα παιδί και, όπως ο ίδιος εξομολογείται, κάπως έτσι εισήχθη σε ένα επάγγελμα που δεν απαιτούσε «σπουδές, πτυχία, διπλώματα, εξετάσεις, μόχθο, προσπάθεια ή γνωριμίες».

Το επάγγελμα αυτό ήταν η γελοιογραφία – αλλά είναι βέβαιο πως ό,τι πίστευε (ή ό,τι προσπαθεί σήμερα να κάνει εμάς να πιστέψουμε πως πίστευε) στην πραγματικότητα δεν ισχύει. Διότι όταν κάνεις μια δουλειά που έχει απαιτήσεις με πάθος, προκειμένου να μην είσαι απλοϊκός ή μέτριος αναγκάζεσαι να θητεύσεις στα μυστικά της, επιλέγεις από υπάρχοντες συνεργάτες σου τους δασκάλους σου και μαθαίνεις στην πράξη ότι ο μόχθος και η προσπάθεια σε περιμένουν καθημερινά – έστω και αν πίστευες, αισιόδοξος, ότι μπορούσες να τα αποφύγεις.

Αλλωστε, στην Ελλάδα οι περισσότεροι που ξεχωρίζουν είναι, σε μεγάλο βαθμό, αυτοδίδακτοι αφού χρειάζεται οι ίδιοι, ανεξαρτήτως των όποιων σπουδών τους, να επινοήσουν τους εαυτούς τους.

Ο Κώστας Μητρόπουλος, ο γελοιογράφος των «ΝΕΩΝ» και του «Βήματος», που στην παραπάνω περιγραφή θα αναγνώριζε τον εαυτό του, ήταν ένας τυχερός άνθρωπος. Βγήκε στο επάγγελμα στα εμφυλιακά χρόνια, σε μια περίοδο κατά την οποία η γελοιογραφία είχε ελάχιστους ξεχωριστούς θεράποντες, με στυλ και άποψη – και η πολιτική γελοιογραφία, κυρίως, μόνο δύο: τον Ευάγγελο Τερζόπουλο, που είχε υπογράψει στον «Ριζοσπάστη» τα όλο «παιδική αφέλεια» κόμικς στριπ με τις περιπέτειες του Τάκη του Κουκουέ, και τον Φωκίωνα Δημητριάδη. Επίσης έπεσε πάνω σε σημαντικές προσωπικότητες που, χωρίς να θέλουν να τον καπελώσουν, του έδωσαν κατευθύνσεις, χάρη στις οποίες ξεχώρισε.

Το πρώτο από τα καθοδηγητικά αυτά πρόσωπα ήταν ο Κώστας Καραγιώργης, διευθυντής στον «Ριζοσπάστη» και στον «Ρίζο της Δευτέρας» το διάστημα 1944-47 (που είχε τραγικό τέλος στη Ρουμανία, όπου το 1954 οδηγήθηκε από το ίδιο το κόμμα στη φυλακή, στα βασανιστήρια και στον θάνατο). Ο Καραγιώργης ευθύνεται για τη γελοιογραφική γραμμή του Μητρόπουλου. Μετά τα Δεκεμβριανά, αφηγείται ο ίδιος ο γελοιογράφος στον πρόλογο, ο Καραγιώργης τού έδωσε πέντε δραχμές και τον έστειλε στο Σύνταγμα, προτρέποντάς τον να αγοράσει από ένα περίπτερο που πουλούσε ξένο Τύπο το «Ici Paris». «Εχει δυο σελίδες σκίτσα» του είπε. «Αντίγραψε τη γραμμή όποιου σκιτσογράφου σού πάει και φέρε μου γελοιογραφίες». Ο Μητρόπουλος τον άκουσε. Πήγε, το πήρε, αντέγραψε το στυλ του Χοβίβ και, μονομιάς, βρέθηκε στη διασημότερη παρέα της εποχής, στους πιο αναγνωρίσιμους σχολιαστές της εποχής του, τους γελοιογράφους (μεταξύ των οποίων και ο Αρχέλαος, ο Σταμάτης Πολενάκης, ο Παύλος Παυλίδης, ο Βλασόπουλος).

Το επόμενο πρόσωπο που ο ίδιος αναγνωρίζει ότι τον καθόρισε ήταν ο Γ.Π. Σαββίδης, ένας κατά τη γνώμη του «προσγειωμένος εστέτ», το πρόσωπο που (μεταξύ των άλλων) καθόρισε τη φυσιογνωμία του περιοδικού «Ταχυδρόμος» ιδίως τη δεκαετία του 1950 –και μεταξύ των άλλων έδωσε τη δυνατότητα σε προσωπικότητες της γελοιογραφίας, όπως ο Μποστ και ο ΚΥΡ, να κάνουν τα πρώτα τους βήματα. «Οταν, με τον Μέντη [Μποσταντζόγλου, δηλαδή τον Μποστ], κάποτε τον ρωτήσαμε τι άλμπουμ να ψάξουμε, ήταν κατατοπιστικός. «Τραβάτε στην Αμερικανική Βιβλιοθήκη στη Σταδίου. Δανειστείτε τον Θέρμπερ και τον Στάινμπεργκ και μην τα ξαναπάτε πίσω!»».

Καθοδηγητικές επιρροές αναγνωρίζει ακόμα σε τρεις άλλους δημοσιογράφους και διευθυντές του: στον Λέοντα Καραπαναγιώτη, στον Κώστα Νίτσο και στον Σταύρο Ψυχάρη.

Οι χαρακτήρες

Είσαι οι επιρροές σου. Είναι αξίωμα στην περιοχή της δημιουργίας. Και προφανώς, στο στυλ του Κώστα Μητρόπουλου συνέβαλαν οι σχεδιαστές που του υποδείχθηκαν ως πρότυπα. Αλλά δεν αντέγραψε ούτε μιμήθηκε. Δανείστηκε τεχνοτροπία, την οποία σύντομα αφομοίωσε και εξέλιξε ως προσωπική.
Στην πραγματικότητα, είναι ο πρώτος μοντέρνος έλληνας γελοιογράφος. Τα χαρακτηριστικά του: αφαίρεση, καθαρή γραμμή με πενάκι, έλλειψη γραμμοσκιάσεων (σε κάποιες περιόδους μόνο χρησιμοποιεί ράστερ της παλιάς τυπογραφίας), τυποποίηση χαρακτήρων «δανεικών» από την ελληνική κοινωνία ή χαρακτήρων-συμβόλων –π.χ. η δημοκρατία, η χούντα (τα χρόνια πριν από τη δικτατορία), ο Ελληνας (ντυμένος προφανώς τσολιάς), η οικονομία…

Οταν σχεδιάζει πολιτικούς, αποδίδει τα πρόσωπα μόνο με μερικές γραμμές, δίνοντας έμφαση στα δεσπόζοντα χαρακτηριστικά τους: ο Γεώργιος Παπανδρέου ξεχώριζε για το λιγνό παράστημα και για τη μύτη του, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής από τα φρύδια, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε καρικατουρίστικο προφίλ, ο Κώστας Καραμανλής κερδίζει σε αναγνωρισιμότητα όταν σχεδιάζονται οι σακούλες κάτω από τα μάτια…

Οι βινιέτες του συνήθως συμπληρώνονται με μια έξυπνη ατάκα –που άλλοτε στηρίζεται στην υπερβολή, άλλοτε σε κάποιον αναχρονισμό, ποτέ όμως δεν απομακρύνεται από τον καθημερινό λόγο, ει μη μόνον για να σαρκάσει ιδιολέκτους, όπως, π.χ., η ιδιόλεκτος των συνδικαλιστών ή των σοφολογιότατων (δηλαδή των κουλτουριάρηδων), ή μεγάλα λόγια πολιτικών, τα οποία στα σκίτσα του έχουν γίνει σλόγκαν επειδή εκπροσωπούν συχνά την υπερβολή, την αμετροέπεια ή την απόσταση από την πραγματικότητα.

Ιδιαίτερη βαρύτητα έχουν οι πολύπλοκες γελοιογραφικές συνθέσεις του, συνήθως πιο στοχαστικές και περισσότερο διαχρονικές, αφού δεν έγιναν για να σχολιάσουν την επικαιρότητα της ημέρας αλλά, κυρίως, νοοτροπίες, ήθη, ανθρώπινους ιδεότυπους. Συνθέσεις χωρίς λόγια, συνήθως, είναι σοφιστικέ ματιές στη ζωή.

Ανάμεσα στις διάσημες βινιέτες αυτής της ενότητας, μια πολυάνθρωπη θεατρική παράσταση στο φινάλε της οποίας υποκλίνονται στους ηθοποιούς οι δύο μοναδικοί θεατές, η απεικόνιση του συνωστισμού ανθρώπων και αυτοκινήτων στα φεριμπότ που αποκαλούμε διακοπές, η από μακριά παρακολούθηση μιας πολυάνθρωπης μαχητικής συγκέντρωσης από έναν διανοούμενο καθοδηγητικό νου της ή, τέλος, η προσπάθεια ενός παραθεριστή σε μια παραλία όπου ο ένας ποδοπατά τον άλλο να διαβάσει τον «Ροβινσώνα Κρούσο» –την ιστορία ενός ναυαγού σε ξερονήσι.

Η πολιτική

Ολα αυτά τα στυλιστικά χαρακτηριστικά για έναν γελοιογράφο αποκτούν νόημα όταν αναμετρώνται με την πολιτική και την κοινωνική πραγματικότητα. Και ο Κώστας Μητρόπουλος βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στις επάλξεις της πολιτικής.
Στο βιβλίο «1960-2015: Τα καλύτερά μας χρόνια! Σε 285 γελοιογραφίες», που μόλις κυκλοφόρησε (από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο), με επιλεγμένες βινιέτες από όλο αυτό το διάστημα, είναι η σύνοψη του επιδραστικού περάσματός του από τα πράγματα του τόπου μας. Ταξινομημένες ανά χρονιά, δίνουν ένα πανόραμα των τελευταίων 55 χρόνων της ελληνικής Ιστορίας.

Η πολιτική περιπέτεια της χώρας αρχίζει με ένα ομολογιακό δάνειο, χάρη στο οποίο γίνεται προσπάθεια συγκέντρωσης χρημάτων για να πληρωθούν οι δημόσιες δαπάνες και καταλήγει (για να συνεχιστεί) σε μια οικονομική επιτήρηση χάρη στην οποία (και στα Μνημόνια που τη συνοδεύουν) αποφεύχθηκε μια άτακτη χρεοκοπία.

Το 1961 ο Καραμανλής πρωταγωνιστεί στις εκλογές βίας και νοθείας, ενώ στη συνέχεια ακολουθούν χρονιές πολιτικής οξύτητας, η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, η αποστασία, ημέρες λογοκρισίας, ταραχές –και ο φόβος μιας χούντας στρατηγών που θα βάλει τη χώρα στον γύψο.

Και ενώ μέρος του πολιτικού συστήματος διαβεβαιώνει ότι η δημοκρατία δεν κινδυνεύει, ο Μητρόπουλος σχεδιάζει έναν στρατιωτικό με μαύρη στολή και ένα σχοινί έτοιμο να δέσει τους ελεύθερους πολίτες. Κι ύστερα ήρθε όντως η χούντα –όχι στρατηγών αλλά συνταγματαρχών. Και η γελοιογραφία άλλαξε. Υποχρεωμένος να αναμετριέται καθημερινά με τη λογοκρισία, ο Κώστας Μητρόπουλος έπρεπε να επινοεί υπονοούμενα και υπαινιγμούς.

Ο «Θοδωράκης»

Μια από αυτές τις γελοιογραφίες, που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 1967, έδειχνε μια θυμωμένη μητέρα να ψάχνει τον γιο της που ήταν κρυμμένος κάτω από το τραπέζι μιας ταβέρνας. «Εδώ είσαι Θοδωράκη, ε;» ρωτούσε η μητέρα.

Ο λογοκριτής δεν πρόσεξε, ο κόσμος όμως εισέπραξε την αιχμή: ο Μητρόπουλος σχεδίασε μια βινιέτα για να κάνει αναφορά στη σύλληψη από τη χούντα του Μίκη Θεοδωράκη. Πώς αλλιώς να πολεμήσεις έναν ολοκληρωτισμό;

Χάρη στους όλο και πιο δηκτικούς υπαινιγμούς του, πάντως, ο Μητρόπουλος απασχόλησε τον ξένο Τύπο, που έκανε συχνά αναφορές στην ελληνική χούντα.

Σε αμερικανικά έντυπα, π.χ., είχε δημοσιευθεί η γελοιογραφία στην οποία δύο Ελληνες αποχαιρετούσαν τον αμερικανό πρεσβευτή στην Αθήνα Φίλιπ Τάλμποτ, ο οποίος αντικαταστάθηκε το 1979. «Πολλούς χαιρετισμούς στο Αγαλμα της Ελευθερίας» ήταν η φαρμακερή ατάκα που πέρασε από τη λογοκρισία. Ανάλογη μεταχείριση είχαν σκίτσα του στον γαλλικό Τύπο, ενώ το αντιστασιακό περιοδικό «L’autre Grece», του 1972, κυκλοφόρησε με εξώφυλλο ένα χέρι που κλείνει τα μάτια, το στόμα και τα αφτιά ενός πολίτη, που δεν έπρεπε ούτε να μιλάει ούτε να βλέπει ούτε να ακούει.

«Χέσ’ τους!»

Πώς αντιμετώπιζε, άραγε, ο Κώστας Μητρόπουλος τη λογοκρισία, με την οποία ζούσε καθημερινά πλάι του; Στον πρόλογό του, κάνει αναφορά στον Κώστα Νίτσο, διευθυντή εκείνη την περίοδο στα «ΝΕΑ», ο οποίος αρνιόταν και να μιλήσει στους λογοκριτές, καλύπτοντας πάντα τον γελοιογράφο του. Και όταν καλούσαν τον Μητρόπουλο για τα περαιτέρω, εκείνος ρωτούσε τον διευθυντή του: «Τι να τους πω, κύριε Νίτσο;». «Χέσ’ τους». «Η φωνή του αντηχούσε σε όλο τον όροφο και βέβαια η πρόταση μεταφερόταν από καλοθελητές που υπήρχαν παντού. Πήγαινα και, βέβαια, απλώς έκανα τον χαζό».

ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ – «Γύψος τέλος»

Τη Μεταπολίτευση ο Κώστας Μητρόπουλος τη χαιρέτισε πανηγυρικά με ένα σκίτσο όπου έξω από ένα μαγαζί που πουλούσε υλικά οικοδομών είχε αναρτηθεί μια τεράστια πινακίδα: «Γύψος τέλος». Η συνέχεια είχε εξάρσεις και υφέσεις. Σταθεροποίηση της δημοκρατίας, ήττα της μοναρχίας, δίκη των πρωταιτίων, αλλά και οικοδόμηση ενός σκληρού δεξιού κράτους που άνοιξε τον δρόμο στην εντυπωσιακή νίκη του ΠΑΣΟΚ, το 1981.

Στο σκίτσο που έφτιαξε αμέσως μετά την ανακοίνωση του πρώτου Υπουργικού Συμβουλίου, ενός Συμβουλίου γεμάτου γενειοφόρους και μυστακοφόρους, είχε σχεδιάσει τη Δημοκρατία να τους προειδοποιεί: «Τα μάτια σας δεκατέσσερα! Μερικοί περιμένουν να φάτε τα μουστάκια σας!».

Η πορεία δεν είναι εγκωμιαστική. Ο Μητρόπουλος, ακόμα και κόντρα στη γραμμή της εφημερίδας, γίνεται κριτικός – αφενός των ασυνεπειών λόγων και έργων των κυβερνήσεων, αφετέρου της καθυστέρησης ουσιαστικώνμεταρρυθμίσεων που θα είχαν ουσιαστικό αντίκρισμα στην καθημερινή ζωή.

Το 1985, σχεδιάζει έναν γυμνό Τσοβόλα να απαντά στο «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα», στην οικονομική πολιτική παροχών του Ανδρέα. Και το 1988, σε ένα τσουχτερό σκίτσο, αναγγέλλει ζοφερές οικονομικά ημέρες, όταν ο γυμνούλης νέος χρόνος στέλνει χαιρετίσματα από την… Καλαβρία στην κυρία Χάιδω-Οικονομία. Διαψεύδοντας, συχνά, μια εκ παραδόσεως πραγματικότητα που ήθελε τη γελοιογραφία και τη σάτιρα, ιδίως στα μεγάλης κυκλοφορίας λαϊκά έντυπα, να προσαρμόζεται στις ανάγκες της πλειοψηφίας, η οποία μάλιστα, ώς έναν βαθμό, χειραγωγούνταν από αυτή.

Κάπως έτσι, ανανεώνοντας τα γνωστά μοτίβα με τα ερεθίσματα της επικαιρότητας και αντιστεκόμενος συχνά με τον τρόπο του στους κοινούς τόπους, άλλοτε χρησιμοποιώντας τους και άλλοτε σαρκάζοντάς τους, ο Μητρόπουλος φτάνει στα γεγονότα του σήμερα. Εξίσου καυστικός και εξίσου στυλάτος.

Με ένα πολύ ωραίο στυλ.