Ακόμα περπατώ στους δρόμους και πιάνω τις ακροτελεύτιες λέξεις από μια πρόταση θαυμασμού «…τηλεόραση…», «αυτός είναι που…», «…παιδάκι…», «…δύναμη ψυχής…». Δειλά ψιθυρίσματα από άγνωστους ανθρώπους που συνήθως συνοδεύονται από μορφασμούς επαίνου και ανακούφισης. Κι όμως, ακόμα και έπειτα από 15 χρόνια, ένα αίσθημα χαράς και ευλογίας αναδύεται μέσα στη ψυχή μου, για ένα γεγονός που θεωρώ πως δεν έπρεπε να πάρει τη διάσταση που έλαβε.
Πριν από 15 χρόνια ήμουν ο πρώτος μαθητής με βαριά κινητική αναπηρία που σε μαθητική παρέλαση σήκωσε και παρήλασε με τη σημαία αγκαλιά ως σημαιοφόρος του γυμνασίου του. Ενας 15χρονος μαθητής καταφέρνει να αλλάξει έναν νόμο επειδή το άξιζε και η δημοκρατία δεν επιτρέπει αυτήν τη διάκριση, την ανισότητα. Χαρά και συγκίνηση για το έπαθλο… η σημαία συμβολίζει τους αγώνες της ελευθερίας, την ιστορία, τον πολιτισμό, το σήμερα και το όραμα του αύριο ενός έθνους. Και με έμαθαν πως αν και εγώ μεταφέρω αυτόν τον πνευματικό πλούτο με τρόπο πειθαρχικό, βήμα στρατιωτικό, η τιμή θα είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Η γιορτή του Ηρωα δεν ορίζεται, δεν τιμάται στα 300 μέτρα απόσταση και στα χειροκροτήματα των συγγενών και φίλων. Δεν ορίζεται με τη στροφή της κεφαλής προς τα πρόσωπα της εξουσίας. Η συνθήκη κάτω από την οποία ειπώθηκε το πρώτο «Οχι», αλλά και τα πόσα «Οχι» είπαν οι οπλίτες και οι οπλαρχηγοί –που στα σχολειά μας δεν μαθαίνουμε τα ονόματά τους –δεν ακούγονται στην έκταση που τους αρμόζει με σθένος. Και όλα αυτά τα θέατρα γίνονται για τη σημερινή μας ελευθερία, ένα από τα παιδιά της δημοκρατίας.
Κέρδισαν οι τότε Ελληνες με πολέμους και πληγές τμήμα της δημοκρατίας ώστε οι σημερινοί Ελληνες να την παραδώσουν σε κάγκελα και τυποποιημένες καταστάσεις. Ποιος έχει το δικαίωμα να αφαιρεί από μελλοντικές γενιές τον αφορολόγητο αέρα; Σε ποιον δόθηκε το χρίσμα να παίρνει το πάτωμα της ασφάλειας και στη θέση του να τοποθετεί μαύρες τρύπες; Ποια μυαλά αποφάσισαν πως η παιδεία καταστρέφει οράματα και έτσι έφτιαξαν έναν τεράστιο λαβύρινθο γύρω από αυτήν; Από πότε γίναμε τόσο φοβικοί και ούτε το πόδι μας δεν βαράμε κάτω μήπως και πονέσουμε; «Δεν θέλουμε να πεθάνουμε» σίγουρα είναι η απάντηση, αλλά θέλουμε να ζήσουμε… νεκροί είναι η ερώτηση;
Ο Στέλιος Κυμπουρόπουλος είναι MSc, ειδικευόμενος ψυχίατρος στο ΠΓΝ Αττικόν