Το 2005, ο Μανουέλ Βελέζ, οικοδόμος στο Τέξας, συνελήφθη για έναν φόνο που ουδέποτε διέπραξε. Τρία χρόνια αργότερα καταδικάστηκε σε θάνατο. Εχασε εννέα χρόνια από τη ζωή του στη φυλακή, εκ των οποίων τα τέσσερα στην πτέρυγα των θανατοποινιτών. Σήμερα, στα 49 του, είναι και πάλι ελεύθερος.

Το περιστατικό το οποίο ο Βελέζ θα πλήρωνε με τη ζωή του συνέβη τον Οκτώβριο του 2005. Δύο εβδομάδες νωρίτερα, ο μεξικανός οικοδόμος είχε μετακομίσει στο σπίτι της νέας συντρόφου του, επίσης Μεξικανής, η οποία ήταν τότε 25 ετών και είχε ένα αγοράκι 11 μηνών, τον Εϊντζελ. Ανήμερα της γιορτής τού Χαλοουίν, ο Βελέζ παρατήρησε ότι το μωρό είχε αναπνευστικά προβλήματα. Το μωρό διακομίστηκε αμέσως στο νοσοκομείο, όπου κατέληξε δύο μέρες μετά.

Η ιατροδικαστική έκθεση έδειξε ότι ο θάνατος του αγοριού επήλθε από τραύμα στο κεφάλι. Ο Βελέζ και η σύντροφός του κατηγορήθηκαν για δολοφονία και βρέθηκαν αντιμέτωποι με την ποινή του θανάτου. Λίγο πριν από τη δίκη ωστόσο, η μητέρα του παιδιού αποδέχθηκε τη συμφωνία που της πρότεινε ο εισαγγελέας: δήλωσε ένοχη για μικρότερο αδίκημα – ότι τραυμάτισε το παιδί της χτυπώντας το στον τοίχο – και κατέθεσε εναντίον του Βελέζ. Αν και στην πρώτη κατάθεσή της στην Αστυνομία, είχε δηλώσει ότι την περίοδο που συνελήφθησαν ο σύντροφός της δεν κακοποιούσε το παιδί, στο δικαστήριο κατέθεσε ότι τα προβλήματα με το μωρό ξεκίνησαν όταν ο Βέλεζ μετακόμισε στο σπίτι της. Γι’ αυτό το αδίκημα, η μητέρα καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 10 ετών. Αποφυλακίστηκε το 2010 και απελάθηκε αμέσως.

Ο Βελέζ από την πλευρά του, ισπανός μετανάστης με δείκτη ευφυΐας 65 και πολύ φτωχές γνώσεις Αγγλικών, υπέγραψε μία κατάθεση από την οποία δεν καταλάβαινε γρι. Η κατάθεσή του δεν βιντεοσκοπήθηκε, αν και το Τμήμα διέθετε τον εξοπλισμό. Και ο δικηγόρος του, άγνωστο γιατί, δεν χρησιμοποίησε τότε τις καταθέσεις μαρτύρων, οι οποίοι συμφωνούσαν ότι η μητέρα είχε πολλές φορές στο παρελθόν κακοποιήσει τον μικρό Εϊντζελ και τα αδέλφια του.

Ο Βελέζ καταδικάστηκε σε θάνατο. Για το δικαστήριο του Τέξας, το μωρό πέθανε από τραύμα το οποίο έφερε δύο εβδομάδες, ενώ η χαριστική βολή ήρθε τη μέρα του θανάτου από δυνατό χτύπημα του κεφαλιού σε σκληρή επιφάνεια.

Το τοπίο άρχισε να ξεκαθαρίζει όταν πλέον την υπόθεση πήραν στα χέρια τους δικηγόροι ιδιωτικών εταιρειών. Κατάπληκτοι, οι δικηγόροι ανακάλυψαν έκθεση εμπειρογνώμονα, η οποία είχε κατατεθεί από το 2006 και ανέτρεπε το σκεπτικό της απόφασης. Ο νευροπαθολόγος που είχε εξετάσει το πτώμα του Εϊντζελ είχε διαπιστώσει «ανεπτυγμένο» αιμάτωμα στον εγκέφαλο και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το χτύπημα είχε επέλθει περίπου 18 έως και 36 ημέρες προτού πεθάνει. Μία «μικρή» λεπτομέρεια: ο βασικός κατηγορούμενος δεν είχε επαφή ούτε με τη μητέρα ούτε με το παιδί εκείνη την περίοδο, καθώς βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά, στο Μέμφις του Τενεσί, για δουλειά. Επίσης άγνωστο για ποιον λόγο, ο νευροπαθολόγος δεν κλήθηκε ποτέ να καταθέσει ως μάρτυρας στο δικαστήριο.

Οι δικηγόροι ανακάλυψαν και άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όλα εις βάρος της μητέρας. Συγγενείς και φίλοι κατέθεσαν ότι την είχαν δει πολλές φορές να κακοποιεί τον μικρό Εϊντζελ, ακόμη και ότι τον είχε δαγκώσει στο πρόσωπο. Γείτονας είχε καταθέσει στις Αρχές ότι την είχε δει σε έξαλλη κατάσταση, επειδή το μωρό έκλαιγε, να το πετάει στον καναπέ από απόσταση. Η ίδια, στη βιντεοσκοπημένη κατάθεσή της στην Αστυνομία – επίσης στη διάθεση της υπεράσπισης κατά την εκδίκαση της υπόθεσης – είχε παραδεχθεί ότι είχε κάψει το μωρό με τσιγάρο, «όμως μόνο μία φορά».

Ο Βελέζ άφησε πίσω του τη φυλακή. Πήρε μαζί του όμως ένα λερωμένο ποινικό μητρώο, έστω και αν όλα τα στοιχεία συνηγορούν στην αθωότητά του. Η απελευθέρωσή του «αναδεικνύει πολυάριθμα προβλήματα που συνοδεύουν τη θανατική ποινή και τον υπαρκτό κίνδυνο της εκτέλεσης αθώων ανθρώπων», σχολιάζει στη Liberation ο Ρίτσαρντ Ντίτερ, διευθυντής του Κέντρου Πληροφόρησης για τη Θανατική Ποινή (DPIC). Στην υπόθεση του Βελέζ, ο Ντίντερ διαπίστωσε σωρεία αδικιών και παραπτωμάτων – από την ανάρμοστη συμπεριφορά της Αστυνομίας έως την ανεπαρκή υπεράσπιση και τις ψευδείς καταθέσεις.

Η Αμερικανική Ενωση Πολιτικών Ελευθεριών συμβούλευσε τον Βελέζ να μην εμπλακεί σε μία νέα δικαστική μάχη, με πολύ αβέβαιη έκβαση. Ο ίδιος ήθελε πολύ να παλέψει για την αθωότητά του. Περισσότερο όμως ήθελε να δει τα παιδιά του, που έχουν πια μεγαλώσει, και τους γονείς τους που έχουν γεράσει πολύ.