Αφού τη γνωρίσαμε, την ακούσαμε και φυσικά τη χλευάσαμε, την είδαμε επιτέλους και στην Ελλάδα. Η συναυλία της μπορεί να μην ήταν αντάξια της φήμης της. Αυτό όμως δεν αναιρεί την πιθανότητα να πρόκειται για ένα καλλιτεχνικό φαινόμενο, απολύτως αντιπροσωπευτικό της εποχής της.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, η αμερικανή φωτογράφος Σίντι Σέρμαν δημιούργησε μια σειρά από εικόνες κινηματογραφικής έμπνευσης, στις οποίες πρωταγωνιστούσε η ίδια, κάθε φορά όμως σε διαφορετικό ρόλο και σκηνικό. Ηταν μια δουλειά που της χάρισε διεθνή αναγνώριση και αποκρυστάλλωσε αυτό που η Σέρμαν θα συνέχιζε να κάνει για καιρό: φωτογραφίες με κυρίαρχο πρόσωπο τη δημιουργό τους, μεταμορφωμένη σε ηδυπαθή γητεύτρα, επιβάτιδα λεωφορείου, αλλά και ξεπεσμένη αριστοκράτισσα ή τεξανή νοικοκυρά. Μέχρι και σαν «Φορναρίνα» του Ραφαέλ παρουσιαζόταν η Σέρμαν ή σαν «Ιουδήθ» του Καραβάτζιο. Και ενώ η δουλειά της σχολίαζε τις ταυτότητες που ηθελημένα ή μη ενστερνίζονται οι γυναίκες, ταυτόχρονα ήταν και αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας πολιτιστικής συνθήκης που δανειζόταν και ανασυνέθετε στοιχεία από σύγχρονες ή παρελθούσες μορφές τέχνης, ενώ τις μεγάλες αφηγήσεις της φιλοσοφίας ή της πολιτικής τις έβλεπε με μισό μάτι: του μεταμοντερνισμού.

Οταν η Στέφανι Τζερμανότα, κόρη μικροεπιχειρηματιών της τηλεπικοινωνίας και κατά τρία τέταρτα Ιταλίδα γεννιόταν στο Μανχάταν το 1986, η αμερικανική οικονομία, εν μέρει υπεύθυνη για τη συνθήκη που λέγαμε, ήταν ήδη προσανατολισμένη στην παραγωγή όχι μόνο προϊόντων αλλά και γεγονότων, προφανώς πολιτιστικών. Αδιάφορη για όλα αυτά, η Στέφανι κάθησε στο πιάνο τεσσάρων ετών, πήγε σε καθολικό σχολείο θηλέων, κυνήγησε ευκαιρίες σε θέατρο ή τηλεόραση, μέχρι που το 2001 εμφανίστηκε στους «Sopranos». Οταν εγκατέλειψε τη σχολή καλών τεχνών Tisch για να ασχοληθεί με τη μουσική, ο πατέρας της υποσχέθηκε να πληρώνει το νοίκι, υπό τον όρο να την αρχίσει ξανά αν αποτύχαινε. Επειτα από μερικές εμφανίσεις με την SGBand, εκείνη έγινε χορεύτρια σε κλαμπ και κατόπιν, μαζί με τη συνάδελφο Lady Starlight, έστησαν μια παράσταση με τίτλο «Το Απόλυτο Ποπ Μπουρλέσκ Ροκ Σόου». Γνωρίστηκε με τον παραγωγό RedOne και το πρώτο τραγούδι τους ήταν μια μείξη δύο παλιότερων, των Mötley Crüe και AC/DC. Σύντομα προέκυψαν πιο αυθεντικά, όπως τα «Just Dance» και «Pokerface». Τον Αύγουστο του 2008, το ντεμπούτο της με τίτλο «The Fame» ήταν γεγονός.

Σοκ και πάρτι. Οσα ακολούθησαν θα έκαναν άλλους να γουρλώνουν τα μάτια και άλλους να ξεφαντώνουν. Κυρίως όμως ήταν τέτοιου αισθητικού αποτελέσματος, που το να τα απαριθμήσεις δεν θα έλεγε τίποτα μπροστά στην εικόνα τους. Η Lady Gaga, όπως ήταν πλέον το ψευδώνυμό της, κυκλοφορούσε τα «The Fame Monster», «Born this way» και «Artpop», συνέπραττε με την Μπιγιονσέ ή τον Ελτον Τζον, πιο σημαντικό όμως από τη χορευτική ελεκτροπόπ της, που έμοιαζε να ακούγεται σχεδόν παρεμπιπτόντως, έμοιαζε το εικαστικό της οπλοστάσιο: φορούσε κλουβιά, ωμές μπριζόλες, πλαστικές μπουρμπουλήθρες και ένα σωρό ακόμα φορέματα, που το να τα χλευάσεις δεν είναι δα σπουδαίο κατόρθωμα.

Αντλούσε έμπνευση από τη Μαντόνα, τη Σερ, τον Ντέιβιντ Μπόουι ή τον Αντι Γουόρχολ. Οπως και η φωτογράφος Σίντι Σέρμαν, πρωταγωνιστούσε στο ίδιο της το δημιούργημα, μεταμορφωμένη κάθε φορά σε διαφορετικό ρόλο, με αλλαγμένο σκηνικό. Αντίθετα όμως από την Γκρέις Τζόουνς λόγου χάρη, που προκαλούσε με ένα μόνο βλέμμα, η δική της συνισταμένη ήταν ενίοτε ένας τετηγμένος πολτός από καμπαρέ, προσεγμένη camp αισθητική ή ελεγχόμενο κιτς. Εδινε βάρος στα σημαίνοντα αντί για τα σημαινόμενα και απέδιδε μόνο σε μεγάλες ποσότητες.

Η πρόσφατη παρουσία της στην Ελλάδα, μάλλον μικρής κλίμακας ήταν. Σύμφωνοι, τα «μικρά τερατάκια» της, όπως αποκαλεί τους θαυμαστές της, είχαν εμφανιστεί στο Ολυμπιακό Στάδιο με κουτάκια μπίρας στα μαλλιά σαν μπικουτί ή μπλούζες με καθρεφτάκια, που σύμφωνα με τους ίδιους αντανακλούσαν την εποχή όπως κι εκείνη. Το είδωλό τους όμως παρουσίασε ένα θέαμα κατά τη διάρκεια του οποίου οι χαμαιλεοντικές μεταλλάξεις του ήταν λιγότερες από ό,τι η φήμη του υποσχόταν. Tο πρόβλημα φυσικά δεν ήταν ότι η Lady Gaga δεν έκανε αυτό για το οποίο όλοι θέλουν να την περιγελούν.

Ο στόχος της να διαβρώσει καταπιεστικά φυσιολογικές συμπεριφορές, συνθέτοντας κατά το δοκούν τις εικόνες που κατακλύζουν το κοινό της και απενοχοποιώντας τον ερωτικό τουλάχιστον προσανατολισμό του, αργεί μάλλον να βγει από το μυαλό της –λίγοι ας πούμε τολμούν να φωνάξουν σε συναυλία τους «να είστε περήφανοι που είστε γκέι». Μήπως όμως όλα αυτά γίνονταν πιο αποτελεσματικά αν η πρωταγωνίστριά τους, αντί να τυλίγεται με τη σημαία, να μνημονεύει τους αρχαίους Ελληνες ή τη σούπα αβγολέμονο, να κολακεύει τέλος πάντων την εθνική ταυτότητα των θεατών, δοκίμαζε, αν όχι να παίξει και με αυτή, τότε να την παραμερίσει, για χάρη του υποτίθεται οικουμενικού μηνύματός της;

Η Στέφανι «πέθανε». Η απάντηση ίσως δεν βρίσκεται σε ακόμα περισσότερες μεγαλοστομίες. Δεν είναι η πρώτη διδάξασα, η Lady Gaga όμως αλλάζει μορφή τόσο συχνά, που όταν ρίχνει τους ρυθμούς, σχεδόν μαραίνεται. Αν πάλι τους αυξήσει δίνοντας τον γενικότερο πολιτισμικό τόνο, στο τέλος θα αφήσει μόνο αποδομημένα συντρίμμια, ιδανικά για αυταρχικά χαρισματικές φιγούρες. Διασκεδάζει πάντως. Πιστεύει σε αυτό που κάνει και ίσως επειδή της αποφέρει αμύθητα κέρδη, όταν επισκέπτεται διάφορες εθνικές αγορές, τις χαϊδεύει. Δεν σταματάει φυσικά να παίζει τη μουσική που της αρέσει: προ ημερών κυκλοφόρησε το «Cheek to cheek», έναν δίσκο με διάφορα τζαζ σουξέ, στον οποίο κάνει ντουέτα με τον παλαίμαχο αμερικανό τραγουδιστή Τόνι Μπένετ.

Και αν αυτό λέει κάτι, μάλλον εφαρμόζει τα λόγια του αγαπημένου της Φρέντι Μέρκιουρι, ο οποίος στο «Innuendo» των Queen τραγουδούσε στίχους όπως «μπορείς να γίνεις ό,τι θέλεις / απλά μεταμόρφωσε τον εαυτό σου σε ό,τι νομίζεις πως θα μπορούσες να είσαι / να είσαι ελεύθερος με τον ρυθμό σου, / παράδωσε τον εγωισμό σου, να είσαι ελεύθερος με τον εαυτό σου». Το όνομά της, επίσης από τραγούδι των Queen το πήρε: το «Radio Ga-Ga». Της το τραγουδούσε ο παραγωγός Ρομπ Φουσάρι κάθε ημέρα που την έβλεπε να μπαίνει στο στούντιο. Οταν λοιπόν εκείνη άρχισε να ψάχνει για ψευδώνυμο, της πρότεινε με μήνυμα στο κινητό, το γνωστό. Η απάντησή της ήταν ξερή: «Αυτό είναι. Μη με ξαναπείς Στέφανι, ποτέ».