«Ημασταν 1.500 κρατούμενοι, εκτίμησαν με τη μία τον Κώστα όλοι. Αν και μόλις είχε γίνει η διάσπαση του ΚΚΕ και οι περισσότεροι είχαν συνταχθεί με τις αποφάσεις της Ολομέλειας, ο Κάππος κι εγώ ήμασταν με αυτές, εκείνος πάλευε για την καθαρότητα του Κόμματος αλλά παρέμενε ανθρώπινος. Επίσης, το στρατόπεδο στο Λακκί μετατράπηκε αμέσως σε ένα απέραντο μορφωτικό εργαστήριο, όπου μία σειρά μορφωμένων κρατουμένων δίδασκε από Ξένες Γλώσσες μέχρι Φιλοσοφία και Διαλεκτικό και Ιστορικό Υλισμό. Η συμβολή του Κάππου στα μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας ήταν τεράστια» θυμήθηκε ο παλιός αγωνιστής του αντιδικτατορικού κινήματος Βασίλης Δερμουτζίδης που γνώρισε τον Κώστα Κάππο στο Λακκί, όπου μεταφέρθηκαν μαζί μετά τη διάλυση του στρατοπέδου εξορίστων της Γυάρου.
Τα φλας των φωτογράφων άστραφταν πάνω στα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα στην εκδήλωση που έγινε το βράδυ της Δευτέρας, παρότι εκεί ήταν οι φίλοι του κομμουνιστή βουλευτή (όπως ο καθηγητής Οδοντιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Φοίβος Προύντζος) αλλά και συγκρατούμενοί του.
Αν οι ήρωες περπατούν στα σκοτεινά, όπως έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης, ο πρώην βουλευτής και στέλεχος του ΚΚΕ Κώστας Κάππος, εμβληματικός αγωνιστής κατά της δικτατορίας 1967-74, συνεχίζει να βρίσκεται στο φως εννέα χρόνια μετά τον θάνατό του.
Και μπορεί ο ίδιος να μην περιέφερε τις πληγές του από τα βασανιστήρια στα κανάλια, η ζωή του όμως αποτελεί κρίκο στο μαρτυρολόγιο της πιο ανιδιοτελούς Αριστεράς και συχνά δίνει την αφορμή για εκδηλώσεις μνήμης.
Μια τέτοια ήταν αυτή που διοργανώθηκε στο Σινέ Κεραμεικός από την Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ. Και έμοιαζε παράξενο –αλλά όχι μη ερμηνεύσιμο –ότι η αίθουσα παρά τη ζέστη ήταν κατάμεστη και είχε και όρθιους σε ατμόσφαιρα συγκίνησης. Από τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ Παναγιώτη Λαφαζάνη μέχρι τον Γιάννη Μηλιό και τον Γιάννη Τζανετάκο, η οριζόντια αναγνώριση στο πρόσωπο του Κώστα Κάππου αποτυπώθηκε ακόμη και σε αυτή τη «στενή» πολιτική εκδήλωση που αποδείχθηκε πλατιά σε νοήματα.
«Ζήσαμε με ήρωες όπως ο Κάππος, πρόσωπο που ήταν ναι μεν της εποχής του αλλά πολέμησε μέχρι τέλους να βγάλει την εποχή από την εποχή της» είπε ο Θανάσης Σκαμνάκης, φοιτητής του αντιδικτατορικού κινήματος και μέλος της νεότερης γενιάς που διαδέχθηκε εκείνη του Κάππου, παρότι συναντήθηκε μαζί της.

ΜΕΤΡΟ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ. Ετσι κι αλλιώς, η εικόνα του Κώστα Κάππου ακόμη και σήμερα αποτελεί ένα διαρκές θέμα για τις νεότερες γενιές αλλά και «μέτρο σύγκρισης για τη συνέπεια των σύγχρονων αριστερών» όπως είπε ο Παναγιώτης Λαφαζάνης για τον μικροκαμωμένο αγωνιστή με τα χοντρά μυωπικά γυαλιά, που είχε μια φρικτή «πρωτιά» σε βασανιστήρια.
Από την πρώτη στιγμή που συνελήφθη (25 Απριλίου 1968), κρατήθηκε στη Γενική Ασφάλεια για ένα μήνα, οδηγήθηκε στον Διόνυσο και μετά εκτοπίστηκε στη Λέρο, βασανίστηκε φρικτά και αργότερα στο Μπογιάτι δεκαέξι ανθρωποφύλακες όργωσαν το κορμί του με 500 ώρες βασανιστηρίων που ξεπερνούν και την πιο νοσηρή φαντασία. Θα περιγράψουμε μόνο μία εικόνα από δική του μαρτυρία: ένας λάκκος στο χώμα όσο το μπόι ενός ανθρώπου. Αυτό έγινε στον Διόνυσο. Εξι ώρες έμεινε εκεί και όταν διαπίστωσαν οι φρουροί ότι δεν είχε χάσει τις αισθήσεις του, τον έδεσαν και έβαλαν μέσα έναν φαντάρο που άρχισε να τον χτυπά μέχρι λιποθυμίας. Και ένα δεύτερο: του έσχισαν με ξιφολόγχη την κοιλιά, τον έδεσαν ανάσκελα στο κρεβάτι, έβαλαν πάνω στην πληγή ένα κομμάτι ασβέστη ξερό. Το έγκαυμα δεν έκλεισε ούτε ένα χρόνο μετά.

Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ ΒΑΣΑΝΙΣΤΩΝ. Κι όμως ο Κάππος δεν αναφερόταν σε αυτά. Τα είπε όταν έπρεπε, στη δίκη των βασανιστών στη Χαλκίδα, όπου η μαρτυρία του συγκλόνισε και τον πιο αδιάφορο ακροατή. Εδώ όμως δεν υπήρχαν λυρισμός και εξαργύρωση. Και χρόνια μετά όταν συνάντησε τυχαία έναν βασανιστή του και ο δεύτερος επιχείρησε να απολογηθεί, ο Κάππος σχεδόν τον συγχώρησε λέγοντας «εσύ έκανες τη δουλειά σου και εγώ τη δική μου», όπως αποκαλύπτει στα «ΝΕΑ» ο Θανάσης, ο γιος του Κώστα.

Η ΡΗΞΗ ΤΟ 1989

Εστελνε τη βουλευτική του αποζημίωση στην Κούβα

Ο Κάππος και μετά τη Μεταπολίτευση παρέμεινε πιστός στο ΚΚΕ αλλά δεν δίστασε να έλθει σε ρήξη με την απόφαση του Κόμματος για τη συγκυβέρνηση Συνασπισμού – Νέας Δημοκρατίας το 1989 ενώ αμέσως μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ αισθάνθηκε υποχρεωμένος να λογοδοτήσει για τα αίτια της διάλυσης μελετώντας και γράφοντας ακούραστα (ας θυμηθούμε το βιβλίο του «Κριτική του σοβιετικού σχηματισμού»). Συμπύκνωνε δε έναν ιδιότυπο ρομαντισμό στέλνοντας μέχρι τέλους τη βουλευτική του αποζημίωση στη μακρινή Κούβα.