Ο Μανόλης Κριαράς (1906-2014) υπήρξε πρωτίστως ακούραστος ερευνητής και μελετητής της γλώσσας, ο τελευταίος από τη μεγάλη εκείνη γενιά των μαχητικών δημοτικιστών. Ομως, ο Κριαράς, είχε και μιαν άλλη πλευρά, εκτός από εκείνη του κορυφαίου φιλόλογου: την πολιτική, με την ευρύτερη αλλά και με τη στενότερη έννοια του όρου.

«Σοσιαλιστής ήμουν από τα νιάτα μου, από τα 18 μου, και σοσιαλιστής παραμένω. Δεν είμαι υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε με το ΚΚΕ» δήλωνε ακόμα και λίγους μήνες πριν πεθάνει (συνέντευξη στη Γιώτα Μυρτσιώτη, «Καθημερινή», 31/8/2014. Στην ίδια συνομιλία του λέει επίσης: «Ηθελα πολύ τον Κουβέλη στην κυβέρνηση […]. Δεν έκανε καλά που έφυγε». Αλλά και: «Με ποιους είμαι; Με τους 58. Ο Γιάννης Βούλγαρης, σημαντικός επιστήμονας, δείχνει διάθεση να προχωρήσουν […]. Αν μου ζητούσαν να υπογράψω, θα γίνονταν 59. Δεν μου το ζήτησε όμως κανείς» (η συζήτηση γίνεται, προφανώς, όταν οι 58 είχαν ακόμα αρκετόν αέρα στα πανιά τους, πριν η πρωτοβουλία τους φυλλορροήσει). Σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, στην ίδια συζήτηση ο Κριαράς λέει ότι έχουμε «μια αντιπολίτευση στραβή και ανάποδη», για να προσθέσει λίγο πιο κάτω: «Οσοι ψηφίζουν Τσίπρα, από απελπισία τον ψηφίζουν. Αυτήν την απελπισία πρέπει να την ξεπεράσουμε».

Τι να πρωτοεπισημάνει κανείς σε όσα ήδη παρέθεσα, αλλά και σε άλλες κατά καιρούς δηλώσεις του Κριαρά; Το πόσο στενά παρακολουθεί τις πολιτικές εξελίξεις; Το πόσο ενημερωμένος είναι ακόμα και για πρωτοβουλίες στις παρυφές της κεντρικής πολιτικής σκηνής, όπως αυτή των 58; Τις καίριες παρατηρήσεις του για τον Κουβέλη και την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση; Την άρνησή του, παρά τις συνθήκες ακραίας κρίσης, να παρασυρθεί στην ολισθηρή οδό του λαϊκισμού και της υποσχεσιολογίας του ΣΥΡΙΖΑ; Και όλα αυτά, παρακαλώ, από έναν άνθρωπο που βρίσκεται ήδη στο 107ο(!) έτος της ηλικίας του.

Ας θυμηθούμε, επίσης, ότι ο Κριαράς δεν υπήρξε μόνο στα λόγια σοσιαλιστής και προοδευτικός (ό,τι αν σημαίνει πια αυτή η λέξη, έτσι όπως έχει κακοποιηθεί). Ηταν παρών σε όλες τις κρίσιμες περιστάσεις του «μακρού» και τόσο πυκνού ελληνικού 20ού αιώνα: κρατούμενος στο Χαϊδάρι ως μέλος (της σοσιαλιστικής συνιστώσας) του ΕΑΜ, απολυμένος από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης από την κυβέρνηση των συνταγματαρχών και βέβαια πρωταγωνιστής σε όλους τους αγώνες (άλλη κακοπαθημένη λέξη κι αυτή) για το γλωσσικό, για την καθιέρωση της δημοτικής αρχικά και του μονοτονικού αργότερα. Μπορεί σήμερα όλα αυτά να μας φαίνονται περίπου αυτονόητα, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι υπήρξαν εποχές οπότε απαιτούσε «αρετήν και τόλμην» να είσαι δημοτικιστής, να προτείνεις αλλαγή του τρόπου διδασκαλίας των Αρχαίων στο Γυμνάσιο, ή να επιμένεις για την ανάγκη εισαγωγής του μονοτονικού, θυμίζοντας σε διάφορους γλωσσαμύντορες, δεξιούς και αριστερούς (ναι, υπάρχει και αυτό το είδος), ότι οι τόνοι αποτελούν μεταγενέστερη προσθήκη, και όχι βέβαια «αρχαία κληρονομιά».

Ας γυρίσω, όμως, στον πολιτικό Κριαρά –με τη στενότερη έννοια του όρου, γιατί πολιτική ήταν εν πολλοίς και η στάση του στα γλωσσικά ζητήματα. Επί 90(!) συναπτά έτη ο Κριαράς θα δηλώνει σοσιαλιστής, αλλά ποτέ κομμουνιστής. Αυτό είχε –και έχει –ιδιαίτερη σημασία, νομίζω, σε μια χώρα όπου ζούμε το σε πανευρωπαϊκό επίπεδο παράδοξο να ταυτίζεται συχνά η έννοια αριστερά με την κομμουνιστική αριστερά. Μια ματιά, λοιπόν, στον βίο και την πολιτεία, στα κείμενα και τα πεπραγμένα, του Κριαρά θα μας θύμιζε ίσως ότι στην Ελλάδα υπήρξαν και άλλοι αριστεροί εκτός από τον Γούσια και τον Βλαντά, από τα λεβεντόπαιδα της ΟΠΛΑ και τους βασανιστές (συντρόφους τους!) στο Μπούλκες, από τον Τσολάκη και τον Λουλέ, από τον Αλαβάνο και τον βουλευτή Διαμαντόπουλο, αλλά και από τους Κουτσογιωργαίους και τους Τσοχατζοπουλαίους, που εμφανίστηκαν στην πολιτική σκηνή το 1974 ως «σοσιαλιστές», με συνέπειες που βέβαια δεν είναι εδώ ο χώρος να συζητηθούν.

Για να περιοριστώ μόνο σε ορισμένα ονόματα που μου έρχονται πρόχειρα στον νου δίπλα σε όλους αυτούς –και συχνά (ως όφειλαν) απέναντί τους –όρθωσαν το ανάστημά τους ο Σβώλος και ο αδικοχαμένος το 1944 Χωμενίδης, ο Καράγιωργας και ο Παπαγιαννάκης, ο Μάνεσης και ο Κριαράς.

Ο Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής