O νομπελίστας συγγραφέας του περίφημου μυθιστορηματικού κύκλου «Οι Τιμπό» πραγματεύεται τις απολήξεις της υπόθεσης Ντρέιφους, ποικίλα ηθικά ζητήματα και κυρίως τη σύγκρουση επιστήμης και θρησκείας.

Το «Ζαν Μπαρουά» είναι το σημαντικότερο έργο του Ροζέ Μαρτέν ντι Γκαρ (1881-1958), πριν από το περίφημο «Οι Τιμπώ» (Εστία, δύο τόμοι), μυθιστόρημα-ποταμό που του εξασφάλισε το 1937 το βραβείο Νομπέλ προς μεγίστη αγανάκτηση της γαλλικής Δεξιάς. Ο Ντι Γκαρ αξιοποιεί στο «Ζαν Μπαρουά» τις δυνατότητες των θεατρικών διαλόγων και τις ελευθερίες που επιτρέπει η μεγάλη μυθιστορηματική φόρμα προκειμένου να γράψει ένα φιλοσοφικό, δοκιμιακού χαρακτήρα μυθιστόρημα ιδεών, εξαιρετικά ενδιαφέρον ακόμη και στις ημέρες μας.

Η σύγκρουση θετικιστικών αξιών και θρησκευτικής παράδοσης διαπερνά το βιβλίο. «Οφείλουμε να φτάσουμε στην ευτυχία χωρίς να μας πλανέψει τίποτα, χάρη στην αλήθεια και μόνο» λέει ενδεικτικά ο ήρωας. Αυτή η εμμονική αναζήτηση της αλήθειας εις βάρος της πίστης καθοδηγεί τον Ζαν Μπαρουά σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Γιος γιατρού, αναθρεμμένος με το βαρύ φορτίο του καθολικού δόγματος, ο Μπαρουά αγωνίζεται μέσω της αρθρογραφίας στην επιθεώρηση που διευθύνει, της επιστολογραφίας με συνεργάτες του και μακρών διαλόγων με πολιτικούς, ιερείς και άλλους συνομιλητές να αποτινάξει τον θρησκευτικό σκοταδισμό προτείνοντας έναν εμπειριστικό θετικισμό. Ας σημειώσουμε ότι η σχετική συζήτηση καλά κρατεί στη Γαλλία των αρχών του 20ού αιώνα και απολήγει το 1905 στον οριστικό διαχωρισμό Εκκλησίας – Κράτους, κάτι που ουδέποτε έγινε πράξη στην Ελλάδα και ούτε καν τίθεται ως θέμα στις ημέρες μας. Με όπλο του την επιστήμη της βιολογίας και με αφορμή την περίφημη υπόθεση Ντρέιφους που έθεσε πλείστα ζητήματα ηθικής τάξεως και χρήσης του ορθού λόγου στον δημόσιο βίο (ο Ζολά που προασπίστηκε τον Ντρέιφους με το περίφημο «Κατηγορώ» του και καταδικάστηκε γι’ αυτόν τον λόγο εμφανίζεται ως ήρωας στο βιβλίο), ο Μπαρουά θα αναδυθεί ως σύμβολο της ελευθερίας του πνεύματος, εκκοσμίκευσης της δικαιοσύνης, ορθής διαπαιδαγώγησης και ανάδυσης ενός σύγχρονου κράτους δικαίου.

Παρά ταύτα, ως σπουδαίος συγγραφέας, ο Ντι Γκαρ δεν αποτινάσσει με ελαφρότητα τα δεσμά της θρησκείας υπέρ ενός επιφανειακού υλισμού. Οι ιερωμένοι που διαλέγονται με τον Μπαρουά είναι ευφυείς, καίριοι στους συλλογισμούς τους και ικανοί να επιχειρηματολογήσουν υπέρ μιας «ορθολογικής πίστης», καταδεικνύοντας τους περιορισμούς της σύγχρονης επιστήμης. Εχουμε μπροστά μας μια τρόπον τινά πρώιμη συζήτηση επιστημολογικού χαρακτήρα όπου ο άνθρωπος βιώνει την αδυναμία του να κατανοήσει με τα αισθητήρια όργανά του το «πέραν του φυσικού», άσχετα αν αυτή η αδυναμία οφείλει ή όχι να τον οδηγήσει στις αγκάλες της Εκκλησίας. Η επιστήμη αναγνωρίζεται ως διαρκώς μεταβαλλόμενη περιγραφή της πραγματικότητας, ως μια σχετική μόνο έκφραση της αλήθειας με κύριο χαρακτηριστικό της, όπως θα μας δίδασκε ο Τόμας Κουν και άλλοι μισό αιώνα αργότερα, τη «διαψευσιμότητα».

Ετσι, παρά τη σκληρή του κριτική στις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τα συνοδά τελετουργικά, ο Μπαρουά θα εξελιχθεί με τα χρόνια σε έναν εξίσου αντικειμενικό κριτή της αναγωγής της επιστήμης σε θρησκεία. Η λατρεία της επιστήμης και της τεχνικής θα τεθεί στο στόχαστρό του ενώ τα όρια του Ορθού Λόγου θα ελαστικοποιηθούν. Χωρίς να καταφεύγει σε έναν εύκολο μυστικισμό, η νεανική ελευθερόφρων έπαρση του Ζαν Μπαρουά θα έχει πια υποχωρήσει αισθητά στο κρεβάτι του θανάτου και ο ίδιος θα επιστρέψει στις θρησκευτικές παραδοχές των παιδικών του χρόνων αλλά και στη συμφιλίωση με την καθολική σύζυγό του. Αναγνωρίζει ότι ο άνθρωπος δεν είναι ικανός να γνωρίσει τις πρωταρχικές αιτίες των φυσικών φαινομένων καθώς «βρίσκονται έξω από το οπτικό μας πεδίο». Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να συλλάβουμε την έννοια του απείρου. Εκφράσαμε το υπερφυσικό με λέξεις, αλλά αυτές δεν αντιστοιχούν σε τίποτα «πραγματικό» τώρα πια, στοχάζεται χαρακτηριστικά.

Υπαρξιακή πάλη. Ο διαρκής αγώνας ανάμεσα σε ύλη και πνεύμα, σε επιστήμη και θρησκεία, παρά το ότι μπορεί να ακούγεται σαν μάθημα φιλοσοφίας για αρχαρίους, δίνεται εδώ χωρίς επιτήδευση, εντέχνως ενσωματωμένος στη μυθιστορηματική δομή, με επιμέρους σκηνικές οδηγίες, με περιγραφική λιτότητα και τις δέουσες αναφορές στην περιρρέουσα κοινωνική πραγματικότητα. Η υπαρξιακή πάλη ανάμεσα στον ντετερμινισμό και την ελευθερία της βούλησης υπογραμμίζει τις επιλογές του ήρωα και η γείωση στα τρέχοντα κοινωνικά ζητήματα επιτρέπει μια σχετικά άκοπη ανάγνωση. Μάλιστα, ιδωμένη εκ των υστέρων, η χρήση της υπόθεσης Ντρέιφους ως «μελέτης περίπτωσης» που διατρέχει το βιβλίο και δίνει έναυσμα στην πλοκή, ενώ στα χρόνια εκείνα θα θεωρούνταν αυτονόητη, στις ημέρες μας μπορεί να θεωρηθεί και ως ένα εξαίρετο συγγραφικό εύρημα προκειμένου να τεθούν επί τάπητος τα ζητήματα του εθνικισμού, της φιλοπατρίας, του αντισημιτισμού, του ρατσισμού, της προδοσίας, αλλά και η εμπλοκή τους με τη δόμηση ενός ορθολογικού – κοσμικού κράτους.

Διόλου παράξενο λοιπόν που το βιβλίο διαβάζεται άνετα και στις ημέρες μας. Διαθέτει την ηρεμία του μεγαλόσωμου ζώου, κάτι που μόνο τα αριστουργήματα αποπνέουν, όπως λέει στον παραδειγματικό πρόλογό του ο Αλμπέρ Καμύ ανακαλώντας τον Φλομπέρ. Αν και πρόκειται δε για μυθιστόρημα-ντοκουμέντο, διαβάζεται άνετα και ως περιπετειώδες έργο. Το βαρύ φιλοσοφικό και πολιτικό του φορτίο δεν είναι εμπόδιο. Μακάρι το «Ζαν Μπαρουά» να διδασκόταν μεταξύ άλλων σε πανεπιστημιακές σχολές Επιστημολογίας, Φιλοσοφίας, Ιστορίας των Επιστημών ή ακόμη και της λεγόμενης Κοινωνικής Θεολογίας. Η καλά αφομοιωμένη επιστημονική μέθοδος κυριαρχεί και μας δίνει ένα ενδιαφέρον στυλιστικό πείραμα.