Η γλώσσα είναι ρυάκι που κυλάει, και όχι στάσιμο νερό, έλος. Εξελίσσεται συνεχώς, και καλά κάνει. Προσθέτει και αφαιρεί, αλλάζει τύπους και διατυπώσεις. Ενσωματώνει καινούργιες λέξεις και εκφράσεις (άλλοτε δοκιμαστικά και άλλοτε οριστικά), αφήνει πίσω παλιές. Η γλώσσα αντανακλά πάντοτε τις ανακατατάξεις και τους αναπροσανατολισμούς της κοινωνίας, και επομένως είναι φυσικό να αλλάζει, να εξελίσσεται.

Ας έλθουμε τώρα στα ποδοσφαιρικά, και ειδικότερα στα μουντιαλικά. Οι πρώτες ποδοσφαιρικές εμπειρίες μου ανάγονται στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Τότε πρωτόπαιξα ποδόσφαιρο, αλλά και τότε πρωτοάκουσα από το ραδιόφωνο αναμεταδόσεις ποδοσφαιρικών αγώνων. Οσο για την πρώτη «οπτική» εμπειρία, αυτή ήταν –όπως και πολλών άλλων –όταν το 1959 είδαμε στον κινηματογράφο, σε μαυρόασπρη ταινία, το Παγκόσμιο Κύπελλο (ο όρος Μουντιάλ λανσαρίστηκε το 1978, αν δεν κάνω λάθος) του 1958, που είχε γίνει στη Σουηδία και το είχε κερδίσει η Βραζιλία. Τότε, οι μπάλες είχαν κορδόνια, τα γήπεδα στην Ελλάδα ήταν χωμάτινα και η ποδοσφαιρική γλώσσα περιλάμβανε όρους όπως σέντερ χαφ, ντεμί, πρώτη γραμμή, κυνηγός, τραβέρσα κ.ά. Οι ομάδες έπαιζαν με 3 μπακ, 2 χαφ (λίγα χρόνια πιο πριν, με 2 μπακ και 3 χαφ, εξού και ο όρος σέντερ χαφ) και 5 «κυνηγούς». Από αυτούς τους «κυνηγούς», οι δύο ακραίοι ήταν τα εξτρέμ (έξω δεξιά και έξω αριστερά, αντίστοιχα), ο κεντρικός ήταν ο σέντερ φορ, ενώ οι δύο ενδιάμεσοι (με το 8 και το 10 στη φανέλα, αντίστοιχα) ήταν τα ντεμί. Επίσης, την πεντάδα των επιθετικών ορισμένοι την αποκαλούσαν ακόμη πρώτη γραμμή, ενώ οι εξτρέμ έκαναν συχνά τραβέρσες (κάτι σαν διαγώνιες σέντρες).

Την επόμενη δεκαετία, αυτήν του 1960, θα πρωτοακουστούν λέξεις όπως τροφοδότης ή μπαλαντέρ για τον παίκτη που μοίραζε πάσες στους επιθετικούς (λ.χ., Δομάζος). Την ίδια αυτή δεκαετία, πρωτοείδαμε επίσης ποδόσφαιρο στην τηλεόραση: το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966, στα σπίτια κάποιων ευκατάστατων φίλων όπου υπήρχαν δέκτες που «έπιαναν» ξένα κανάλια. Τότε περίπου άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρύτερα και λέξεις όπως κατενάτσιο, τάκλιν, στράικερ. Εξάλλου, καθώς οι αμυντικοί είχαν ήδη γίνει (τουλάχιστον) τέσσερις, οι δύο κεντρικοί από αυτούς είχαν αρχίσει να αποκαλούνται στόπερ και λίμπερο σκούπα) αντίστοιχα.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, χοντρικά από το 1975 έως το 2000, καθώς όλο και περισσότεροι συμπατριώτες μας έρχονταν σε επαφή με το εξωτερικό και μάθαιναν ξένες γλώσσες, η υιοθέτηση ουκ ολίγων αγγλισμών ήρθε (περίπου) σαν φυσική εξέλιξη. Συχνά βέβαια, η μηχανιστική μεταφορά στα καθ’ ημάς αγγλικών όρων θα οδηγούσε σε γλωσσικές καρικατούρες, όπως «η ομάδα Χ δεν έχει καμιά τύχη» (has no chance) ή «θα δώσουμε τον καλύτερό μας εαυτό» (the best of ourselves), αντί για «δεν έχει καμιά ελπίδα» ή «θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε».

Σε ό,τι αφορά το σήμερα, τα πράγματα ως προς τις μεταδόσεις είναι σαφώς καλύτερα σε σχέση με το παρελθόν, το απώτερο αλλά και το πιο πρόσφατο. Εντάξει, μπορεί να «πέφτει» και κανένας Βαν Γκάαλ ή καμιά Ουραγουάη (sic), μπορεί ο Εζίλ να έχει μετατραπεί (εδώ και χρόνια, αυτό) σε Οζίλ, αλλά γενικώς τα παιδιά που περιγράφουν τους αγώνες ανταποκρίνονται αξιοπρεπώς στα καθήκοντά τους. Κατά τα άλλα βέβαια, οι νεολογισμοί καλά κρατούν: πιέζει ψηλά, πατάει περιοχή, σπάει την μπάλα (γιατί όχι «δίνει», ή έστω «κόβει», την μπάλα, όπως λέγαμε παραδοσιακά;). Και καλά αυτά, που τέλος πάντων ακόμα και ποδοσφαιρόφιλοι μιας κάποιας ηλικίας κάπως τα καταλαβαίνουν. Εκείνα, όμως, τα transition, τα box-to-box και τα overlap είναι, άραγε, απαραίτητα;

Ομως, όπως ήδη υπαινίχθηκα, δεν μου αρέσει η γλωσσική γκρίνια, η νοσταλγία για κάποιο ανύπαρκτο «τότε, που όλα λέγονταν και γίνονταν σωστά» (εμένα μου λες…). Ας απολαύσουμε, λοιπόν, το υπόλοιπο Μουντιάλ, έστω και με «σπασίματα» της μπάλας και «πατήματα» στην περιοχή, με τρανζίσιον και οβερλάπινγκ!

Α, ναι, και κάτι τελευταίο. Εξ όσων γνωρίζω, η Ελλάδα είναι χώρα της Ευρώπης. Πόθεν, άραγε, ο (κατά κανόνα απροκάλυπτος και αχαλίνωτος) φιλολατινοαμερικανισμός και φιλοαφρικανισμός των υπεύθυνων για την περιγραφή των αγώνων και των σχολιαστών; Τι ύστερος τρικοκοσμισμός είναι πάλι τούτος, βγαλμένος, θαρρείς, από τα βιβλία του Φραντς Φανόν και από τον λόγο του Τσε στη σύνοδο της Τρικοντινεντάλ, το 1966 στην Αβάνα;

Ο Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής