Στις 13 Απριλίου το ελληνικό πρόγραμμα της Deutsche Welle συμπληρώνει 50 χρόνια εκπομπής. Ο γενικός διευθυντής του οργανισμού Πέτερ Λίμπουργκ είναι λίγο μεγαλύτερος. Γεννημένος το 1960, προΐσταται σήμερα ενός σταθμού που υπήρξε ο βασικός δίαυλος πληροφόρησης των Ελλήνων κατά την περίοδο της χούντας και που επιχειρεί πλέον να λειτουργήσει ως φάρος στη φουρτούνα των ελληνογερμανικών σχέσεων της περιόδου της κρίσης. Είναι ένα πεδίο στο οποίο κινείται με άνεση – η σχέση του με την Ελλάδα είναι βιωματική. Ο πατέρας του, επίσης Πέτερ Λίμπουργκ, ήταν πρεσβευτής της Δυτικής Γερμανίας στην Αθήνα την περίοδο της χούντας και είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη χώρα επειδή είχε βοηθήσει το 1972 τον Γεώργιο – Αλέξανδρο Μαγκάκη κατά τη φυγή του. Και οι δύο έχουν πολλά να πουν για τις ελληνογερμανικές σχέσεις, υπό το πρίσμα της προσωπικής τους εμπειρίας.

Ο Πέτερ Λίμπουργκ ο νεότερος έχει περάσει μερικά από τα ομορφότερα χρόνια της νεανικής του ηλικίας στην Ελλάδα. Είχε όμως δύο απωθημένα. Το ένα ήταν να ανέβει στη σκηνή του αμφιθεάτρου της Γερμανικής Σχολής Αθηνών, όπου φοίτησε κατά την παραμονή του στη χώρα. Το κατέφερε 42 χρόνια έπειτα από την αναγκαστική φυγή του. «Είμαι ιδιαιτέρως συγκινημένος επειδή ως μαθητής δεν μου είχε επιτραπεί να ανέβω σε αυτή τη σκηνή», είπε αστειευόμενος την προηγούμενη εβδομάδα, μιλώντας στην εκδήλωση που διοργανώθηκε στο αμφιθέατρο της Σχολής με θέμα «Η Γερμανία στηρίζει την Ελλάδα(;) – Από τη χούντα στην ευρωκρίση» και με αφορμή τα 50χρονα του ελληνικού προγράμματος της DW.

Συνομιλητές του ήταν οι επίσης απόφοιτοι της Σχολής, πρώην υπουργοί Ντόρα Μπακογιάννη και Φρόσω Δημάκου – Κιάου και οι δημοσιογράφοι Κορίνα Γιέσεν και Ρόναλτ Μαϊνάρντους. «Ημουν μέλος της σχολικής ορχήστρας και έπαιζα ξυλόφωνο», είπε εξηγώντας τον καημό του. «Νόμιζα ότι ήμουν καλός, όμως δεν είχαν όλοι την ίδια εντύπωση και πάντως όχι η δασκάλα μου. Δεν νομίζω ότι σήμερα θα ακολουθούσε κανείς την ίδια παιδαγωγική μέθοδο, αλλά τότε μου απαγορεύτηκε να παίξω στη χριστουγεννιάτικη συναυλία. Αυτό σήμαινε ότι όλη η ορχήστρα ήταν στη σκηνή και εγώ ήμουν στο κοινό. Συνεπώς, η παρουσία μου στη σκηνή αυτή είναι ένας θρίαμβος, έστω και με 40 χρόνια καθυστέρηση, και άξιζε τον κόπο η αναμονή», είπε ο Λίμπουργκ με υψωμένη τη γροθιά. Το πολυπληθές κοινό ξέσπασε σε γέλια.

ΞΕΝΑΓΗΣΗ ΣΤΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙ. Λιγότερο γέλιο και περισσότερη συγκίνηση προκάλεσε ένα στιγμιότυπο λίγη ώρα αργότερα, στη γερμανική πρεσβευτική κατοικία στο Χαλάνδρι, στο περιθώριο μιας συγκέντρωσης προς τιμήν του Λίμπουργκ και της Deutsche Welle. Ο πρεσβευτής, δρ Πέτερ Σόοφ, τον ξενάγησε στους χώρους του σπιτιού, όπου είχε περάσει κάποια από τα παιδικά του χρόνια και το οποίο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει κακήν κακώς το 1972, λόγω του διαβήματος κατά του πατέρα του από την κυβέρνηση της χούντας. Βρέθηκε στο παιδικό του δωμάτιο, στους κήπους, στον χώρο όπου σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος είπε πέρασε μερικά από τα ομορφότερα χρόνια της ζωής του.

«Θυμάμαι πολύ καλά τη στιγμή που ήρθε ο πατέρας μου στο σπίτι και μας είπε «παιδιά, πρέπει να φύγουμε, σε 48 ώρες να έχουμε εγκαταλείψει τη χώρα». Δεν μπορώ να πω ότι για έναν 12χρονο καταρρέει ο κόσμος με μία τέτοια εξέλιξη, αλλά είναι κάτι που μένει εντυπωμένο ως ανάμνηση. Πέραν όλων αυτών, είχα στενοχωρηθεί επειδή έπρεπε να εγκαταλείψουμε την πανέμορφη πρεσβευτική κατοικία, όπου ο πατέρας μου είχε φτιάξει και μία πισίνα, πρέπει να πω. Τα χρόνια στην Ελλάδα ήταν εξαιρετικά όμορφα και θα ήθελα να έχουμε μείνει περισσότερο. Ομως οι συνταγματάρχες δεν μας άφησαν περιθώρια».

Παρά τη φυγή από την Ελλάδα, η οικογένεια επέστρεφε με κάθε ευκαιρία. «Ναι, πολύ συχνά», λέει και θυμάται: «Ερχόμασταν για ιστιοπλοΐα και για διακοπές συχνά στη δεκαετία του 1970. Στην Ελλάδα ήρθα και για το γαμήλιο ταξίδι μου και συγκεκριμένα στην Κρήτη. Ο σύνδεσμός μου με τη χώρα είναι ισχυρός, ακόμη και πέρυσι είχαμε έρθει για διακοπές, ενώ ερχόμουν συχνά και σε δημοσιογραφικές αποστολές», λέει και συνεχίζει: «Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία για εμένα είναι ότι βρέθηκα για πρώτη φορά έπειτα από 42 χρόνια στην πρεσβευτική κατοικία και αυτό ήταν πολύ συγκινητικό. Τα χρόνια στην Ελλάδα είναι το ομορφότερο κομμάτι των παιδικών μου αναμνήσεων και θυμάμαι πάντα ότι οι Ελληνες μπορούν να ξεχωρίζουν ανάμεσα στο πολιτικό και στο προσωπικό».

Ποια είναι η εκτίμησή του για την κρίση των ελληνογερμανικών σχέσεων; Τι θεωρεί ότι εξακολουθεί να λείπει στην απόπειρα αμοιβαίας επαναπροσέγγισης; «Νομίζω ότι το πρόβλημα έγκειται στο ότι η κρίση δεν έχει ξεπεραστεί και ότι η ανάγκη οικονομικής στήριξης της Ελλάδας είναι διαρκής», αναφέρει. «Παρά τα στοιχεία προόδου, παραμένει μία εξάρτηση από δάνεια και δόσεις, όμως την ίδια ώρα υπάρχει καλύτερη επικοινωνία και συνεννόηση. Δεν μπορεί κανείς να θεωρεί ότι οι ελληνογερμανικές σχέσεις θα γίνουν ειδυλλιακές από τη μία στιγμή στην άλλη. Ολοι θα πρέπει να δουλέψουν για να αλλάξει η εικόνα που κυριαρχεί σήμερα – γνωρίζω ότι οι Γερμανοί είναι οι λιγότερο δημοφιλείς μεταξύ των Ελλήνων. Εγώ δεν εκπροσωπώ την κυβέρνηση αλλά την Deutsche Welle και για εμάς το θέμα εξακολουθεί να είναι μία από τις βασικές μας μέριμνες. Νομίζω ότι σε αυτή την κρίση κανείς δεν πρέπει να θεωρεί ότι όλα τα λάθη τα έχουν κάνει οι άλλοι και η Deutsche Welle έχει προσπαθήσει όλα τα προηγούμενα χρόνια να λειτουργεί με μία συνέχεια και να απορροφά όλες τις υπερβολές μέσα από τη σοβαρή δημοσιογραφική δουλειά».