Το «Gravity» πάει ένα βήμα παραπέρα τα ειδικά εφέ στον κινηματογράφο: «Παλιά απλώς κρεμούσαν τους ηθοποιούς από αόρατα σκοινιά, αλλά και πάλι οι μύες τους πρόδιδαν το εφέ. Σήμερα δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι τέτοιο και να το παρουσιάσουμε ως αληθοφανές. Επρεπε να στήσουμε ένα περιβάλλον μηδενικής βαρύτητας όσο καλύτερα μπορούσαμε. Αφήστε δε τη συνήθεια του (σκηνοθέτη) Αλφόνσο Κουαρόν να φιλμάρει μεγάλης διάρκειας μονοπλάνα. Ο κόσμος δεν το αντιλαμβάνεται, αλλά άνθρωποι σαν κι εμάς είναι ουσιαστικά υποχρεωμένοι να στήνουν και να ξεστήνουν την ίδια ταινία τρεις φορές. Μία στο στάδιο του σχεδιασμού, μία στο στάδιο των γυρισμάτων και μία στη φάση του post-production. Είναι όμως μεγάλο προνόμιο και για μένα και για την ομάδα μου που κατορθώσαμε να εργαστούμε σε μια τόσο απαιτητική παραγωγή. Σπανίως κάθονται τέτοιες ευκαιρίες. Σε μια ταινία όπου το κάθε καρέ απαιτεί ψηφιακή επεξεργασία νιώθεις σκηνοθέτης ο ίδιος» σημειώνει ο υπεύθυνος για τα εφέ της ταινίας, Τιμ Βέμπερ.

Με το κινηματογραφικό εμπορικό παιχνίδι να παίζεται ανάμεσα σε σίκουελ επιτυχημένων ταινιών, ριμέικ κλασικών φιλμ του φανταστικού κινηματογράφου και, φυσικά, μεταφορές κόμικς ηρώων στη μεγάλη οθόνη, οι καλλιτέχνες των ειδικών εφέ θα μείνουν απασχολημένοι για καιρό ακόμα. Τώρα το κατά πόσο τα κομπιούτερ έχουν αφαιρέσει πόντους από το δέος που αισθανόταν κανείς όταν έβλεπε, για παράδειγμα, το «Μπεν Χουρ» και γνώριζε πως τα πάντα είχαν χτιστεί στ’ αλήθεια (και όχι στα… ψηφιακά ψέματα) για τη ψυχαγωγία του και μόνο, ε, αυτό είναι μια άλλη, πονεμένη ιστορία. Το σινεμά είναι, βέβαια, η μεγάλη τέχνη της ψευδαίσθησης. Κάποιες ψευδαισθήσεις όμως, μέσα μας θα φαντάζουν πιο αληθινές απ’ όλα τα ψηφιακά –κι ανύπαρκτα –εφέ της παγκόσμιας φιλμογραφίας. Οσο δηλαδή το μάτι μας θα μπορεί να ξεχωρίζει το ψηφιακό από το αναλογικό (και δη αληθινό).