Οταν κάποια στιγμή το βράδυ της 9ης Φεβρουαρίου φάνηκε ότι οι Ελβετοί ψήφισαν κατά της «μαζικής μετανάστευσης», η ηλεκτρονική έκδοση της γαλλόφωνης εφημερίδας Le Temps σχολίασε το αποτέλεσμα με τον τίτλο «Ακόμη μια μαύρη Κυριακή». Η φράση αυτή, σημειώνει ο Αντουάν Μενιζιέ στη Monde, συνδέεται με μια δυσάρεστη ανάμνηση των Romands, όπως λέγονται οι κάτοικοι της γαλλόφωνης Ελβετίας. Η πατρότητά της ανήκει στον πρώην υπουργό Οικονομικών Ζαν Πολ Ντελαμιράζ, ο οποίος την είχε χρησιμοποιήσει το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου του 1992 με αφορμή το «όχι» των Ελβετών στην ένταξη της χώρας τους στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο. Οπως την περασμένη Κυριακή, έτσι και τότε, το «όχι» κέρδισε με μικρή διαφορά, ενώ η κυβέρνηση της συνομοσπονδίας είχε ταχθεί υπέρ του σχεδίου.

Οπως σήμερα, έτσι και τότε οι «ναϊνικοί» (αυτοί που λένε «όχι» σε όλα) έβλεπαν με καχυποψία το άνοιγμα της χώρας τους. Η διαίρεση ήταν επίσης η ίδια. Η Ελβετία είχε χωριστεί ανάμεσα στα γαλλόφωνα καντόνια που είχαν ταχθεί υπέρ της ένταξης στον ΕΟΧ και τα γερμανόφωνα που είχαν ταχθεί κατά, παρά το αντίθετο ρεύμα στα μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Βασιλεία και η Ζυρίχη. Οπως και σήμερα, έτσι και τότε, τον τόνο είχε δώσει η γερμανοελβετική επαρχία. Και η αιτία της γερμανοελβετικής άρνησης δεν ήταν οικονομικής φύσης αλλά εθνικής. Οι γερμανόφωνοι Ελβετοί έβλεπαν –και βλέπουν –σε οποιοδήποτε άνοιγμα τον κίνδυνο αλλοίωσης της ταυτότητάς τους από τους γερμανούς γείτονές τους για τους οποίους δεν τρέφουν και πολύ θετικά συναισθήματα. Αντίθετα, οι γαλλόφωνοι, που επίσης δεν πολυσυμπαθούν τους Γάλλους, δεν είναι τόσο φανατικοί με την ελβετική «καθαρότητα». Απέναντι στους πρώτους που θέλουν να ζουν σε έναν περίκλειστο κόσμο, οι δεύτεροι δείχνουν να αναζητούν ανάσες κοσμοπολιτισμού.

Υπάρχει, όμως, και μια άλλη ανάγνωση του ελβετικού δράματος και δεν σχετίζεται με την ταυτότητα αλλά με την επιβίωση. Μας την προσφέρουν οι «συνοριακοί» –οι Ιταλοί που διασχίζουν κάθε μέρα τα σύνορα ανάμεσα στις δύο χώρες για να εργαστούν σε ελβετικές επιχειρήσεις. Κι αυτή δεν είναι μια ανάγνωση πολυτελείας περί καθαρότητας. Γιατί αν από τη μία πλευρά βρίσκονται οι συνοριακοί που φοβούνται ότι θα χάσουν τις δουλειές τους εάν κλείσουν τα σύνορα, από την άλλη στέκεται ο συνοριακός δεύτερης γενιάς που ορκίζεται στην Corriere della Sera ότι ναι, δεν ξεχνάει τις ιταλικές του ρίζες, αλλά «εδώ δεν υπάρχουν δουλειές για όλους, οι Ιταλοί ρίχνουν τους μισθούς, δουλεύουν για 2.200 φράγκα αντί για 3.000, κι εμείς οι ντόπιοι μένουμε ξεκρέμαστοι». Αυτή η ανάγνωση είναι πραγματικά σκληρή.