Το μέλλον της ευρωπαϊκής πολιτικής στο θέμα της μετανάστευσης και η διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών από τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ είναι τα θέματα που κυρίως θα απασχολήσουν το άτυπο Συμβούλιο Υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων που συγκαλείται στην Αθήνα σήμερα, Πέμπτη και την Παρασκευή.

Σε ό,τι αφορά την πολιτική νόμιμης μετανάστευσης, θα συζητηθούν η επέκταση της οδηγίας για τις ενδο-επιχειρησιακές μεταθέσεις και η αναθεώρηση της οδηγίας για τη διαμονή υπηκόων τρίτων χωρών για σπουδές και επιστημονική έρευνα στην ΕΕ.

Όσον αφορά την οδηγία για τις ενδο-επιχειρησιακές μεταθέσεις υπηκόων τρίτων χωρών σε κράτη-μέλη της ΕΕ, η συζήτηση που έχει ξεκινήσει εδώ και ενάμισι χρόνο και οι διαφωνίες μεταξύ Ευρωκοινοβουλίου και Συμβουλίου εστιάζονται στο θέμα των δικαιωμάτων (κυρίως επιδόματα) που θα έχουν οι υπήκοοι τρίτων χωρών που εργάζονται εντός των συνόρων της ΕΕ.

Το Ευρωκοινοβούλιο ζητά οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους γηγενείς. Το Συμβούλιο επιδιώκει τα δικαιώματα να είναι αντίστοιχα με αυτά τα οποία είχαν οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι στο πλαίσιο της Οδηγίας 96/71/ΕΚ που δεν αντιστοιχούσαν στα δικαιώματα των γηγενών εργαζομένων.

Σε επίπεδο κρατών-μελών, στις προθέσεις του Ευρωκοινοβουλίου αντιτίθενται κυρίως κράτη όπως η Γερμανία που συγκεντρώνουν και το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών των εργαζομένων.

Αναφορικά με την οδηγία για τη διαμονή υπηκόων τρίτων χωρών για σπουδές και επιστημονική έρευνα, η αρχική οδηγία επεκτείνεται δυναμικά σε δυο νέες κατηγορίες, αυτή των «έμμισθων ασκούμενων» και «των εσωτερικά άμισθων βοηθών», ενώ μέχρι τώρα αφορούσε κυρίως τους κατόχους της λεγόμενης «μπλε κάρτας» (εξειδικευμένο εργατικό και επιστημονικό προσωπικό που εισέρχεται για εργασία και διαμονή στην ΕΕ).

Καίριο σημείο διχογνωμίας στην πρόταση αποτελεί η νομοθέτηση ή μη της δυνατότητας των κρατών-μελών να επιβάλλουν ποσοστώσεις ή όγκους εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών για εργασία. Επιπλέον, νέο στοιχείο αποτελεί η δυνατότητα αναζήτησης απασχόλησης ή επιχειρηματικής δραστηριότητας από τον ερευνητή ή τον σπουδαστή (μετά την ολοκλήρωση του σκοπού διαμονής του), με αυτόματη ή μη πρόσβαση στην αγορά εργασίας.

Άλλο σημείο συζήτησης αποτελεί η δυνητική εφαρμογή ορισμένων διατάξεων (που αφορούν την ανταλλαγή μαθητών, την αμειβόμενη ή μη εκπαίδευση, τον εθελοντισμό και την εσωτερική άμισθη βοήθεια).

Στο Συμβούλιο, επίσης, θα συζητηθεί η υιοθέτηση πολιτικών για την κοινωνική συνοχή των κρατών-μελών και την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Βασικοί άξονες είναι η εκμάθηση της γλώσσας της χώρας υποδοχής από τους υπηκόους τρίτων χωρών, η ενημέρωση των πολιτών στα κράτη προέλευσης για τις δυνατότητες νόμιμης μετανάστευσης και τους κινδύνους της παράνομης εισόδου στην ΕΕ, η καταπολέμηση αρνητικών στερεοτύπων (μηνυμάτων και πολιτικών που επιτείνουν τον ρατσισμό και την ξενοφοβία).

Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η θερμή υποστήριξη από την Ελλάδα της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της ΕΕ, αρχή που επιδιώκουν να περιορίσουν κράτη όπως η Γερμανία και η Αγγλία λόγω των μεγάλων εισροών τσιγγάνων από κράτη της βαλκανικής και της πρώην ανατολικής Ευρώπης.

Η ελληνική προεδρία θα στρέψει, επιπλέον, τη συζήτηση στο θέμα της δίκαιης κατανομής βαρών μεταξύ των κρατών-μελών. Θα δώσει έμφαση στην ύπαρξη ειδικού άρθρου για την αλληλεγγύη στη Συνθήκη της Λισσαβόνας και στη δυνατότητα επανεγκατάστασης προσφύγων και μεταναστών σε κράτη-μέλη που δεν φέρουν το βάρος των κρατών-μελών του Νότου.

Τα αποτελέσματα στην προσπάθεια αυτή εκτιμάται ότι θα είναι πενιχρά, καθώς τα κράτη του Βορρά δεν φαίνεται να επιθυμούν να δια-μοιρασθούν μέρος του βάρους των εισροών.

Σε ό,τι αφορά τη διαφύλαξη των εξωτερικών συνόρων, η Ελλάδα θα επιδιώξει η μετανάστευση να αποτελέσει βασική πολιτική κατεύθυνση σε όλα τα χρηματοδοτικά πακέτα προς τρίτα κράτη. Προτείνεται τα χρηματοδοτικά πακέτα να λειτουργήσουν συνολικά ως μοχλός πίεσης προς κράτη διέλευσης και προέλευσης για να ανακόψουν τις μεταναστευτικές ροές.