Αφού ο Γενάρης είναι ένας μήνας που ζει στον απόηχο των γιορτών, νόμιμο είναι να υποκύπτει κανείς πιο παρατεταμένα στην ειδυλλιακότητά τους. Να θυμάται εντονότερα και να συγκινείται ευκολότερα με έναν τρόπο που δεν συμβαίνει, για παράδειγμα, τον Ιούνιο. Αλλωστε και τα δύο περιστατικά που θα μνημονεύσουμε έχουν συμβεί μέσα στον τελευταίο μήνα του χρόνου, έστω και αν το πρώτο τοποθετείται στον Δεκέμβριο του 1967 και το δεύτερο στον Δεκέμβριο του 2012.

Ανήμερα, λοιπόν, του Αγίου Νικολάου του 1967, ο μέγας κριτικός και θεωρητικός της Λογοτεχνίας, ο μαρξιστής Μάρκος Αυγέρης, δεύτερος σύζυγος της Γαλάτειας Καζαντζάκη (πρώτος, όπως είναι γνωστό, υπήρξε ο δημιουργός του «Αλέξη Ζορμπά»), αλλάζει σπίτι, μετακομίζει. Φεύγει από ένα ισόγειο διαμέρισμα της οδού Αλωπεκής, στο Κολωνάκι, και μεταφέρεται σε μια πολύ μικρή αλλά και πολύ γνωστή πάροδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, την οδό Θεσπρωτέως. Στην Αλωπεκής έμενε το λιγότερο για 25 χρόνια, ώς το 1962 με τη Γαλάτεια, και στη συνέχεια, ώς το 1967, με την αδελφή της γυναίκας του, την επίσης πολύ γνωστή πεζογράφο Ελλη Αλεξίου («Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή», «Γ’ Χριστιανικό Παρθεναγωγείο» κ.ά.).

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΡΙΣΤΗ η τελευταία στην Ουγγαρία, επέστρεψε στην Ελλάδα με ειδική άδεια για την κηδεία της αδελφής της, τον Νοέμβριο του ’62, αλλά παρέμεινε και δεν ξανάφυγε (λεγόταν τότε ότι έγινε με προσωπική παρέμβαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή). Επειδή τα οικονομικά της ήταν στενάχωρα (δεν είχε σύνταξη, παρά μόνο το ενοίκιο ενός σπιτιού στην Καλλιθέα που ήταν 700 δρχ.) συγκατοίκησε με τον Αυγέρη, τι διάβολο κομμουνιστής θα ήταν αν δεν βοηθούσε την αδελφή της γυναίκας του, η οποία, αρκετά χρόνια νεότερή του, τον περιποιόταν ακούραστα.

Την ημέρα λοιπόν της 6ης Δεκεμβρίου του 1967, όταν γίνεται η μετακόμιση, η Αθήνα λάμπει. Ενας απρόβλεπτος χειμωνιάτικος ήλιος διαχέει μια μαγεία και ο σχεδόν ενενηντάχρονος Αυγέρης, με το μπαστουνάκι του και το καπελάκι του, προβάλλει στην πόρτα του διαμερίσματος λέγοντας «πηγαίνω στην πλατεία για καφέ. Θα γυρίσω στις 2». Οι φάκελοι με τα χειρόγραφά του και τα βιβλία του, που έχουν πλημμυρίσει τα δωμάτια του σπιτιού της Αλωπεκής, του είναι αδιάφορο αν θα μεταφερθούν ή καθ’ οδόν παραπέσουν και χαθούν. Σημασία έχει ο καφές, ανάμεσα στους άλλους, αυτό το χλιαρό χειμωνιάτικο πρωινό.

ΚΑΙ ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ στον Δεκέμβριο του 2012, παραμονή Χριστουγέννων. Απομεσήμερο, με κρύο τσουχτερό, έχει βρέξει, στην οδό Πατριάρχου Ιωακείμ -παράλληλος δρόμος με την Αλωπεκής –μια πολύ γνωστή πρωταγωνίστρια του θεάτρου, που είχε παίξει και σε μερικές ταινίες, αποσυρμένη όμως από χρόνια, περπατάει κατά μήκος της οδού, κρατώντας, καλά προστατευμένο στο στήθος της, ένα σκυλάκι. Κοντοστέκεται σε κάθε περίπτερο που συναντάει –και είναι αρκετά –δείχνοντας στον προφανώς άλλοτε άναυδο και άλλοτε αδιάφορο περιπτερούχο τη μουρίτσα της σκυλίτσας της, λέγοντας του: «Ψοφόκρυο. Αλλά τι να την κάνω; Μου ζήτησε να τη βγάλω βόλτα».

Με τα δύο αντίστοιχα περιστατικά θα ήταν εύκολο για τον οποιονδήποτε να συμπεράνει λέγοντας εκατό χιλιάδες πράγματα. Οτι, για παράδειγμα, τον μήνα Ιούνιο, αντίστοιχες αναμνήσεις θα φαίνονταν λίγο άγευστες, αφού το επερχόμενο καλοκαίρι εννοείται πάντα σε συνδυασμό με τις αναμνήσεις που θα παραγάγει το ίδιο. Το γεγονός πάντως είναι ένα: ό,τι και να έχει κάνει κανείς στη ζωή του, λίγα ή πολλά, είτε έχουν αρχειοθετηθεί και τα θυμούνται οι άλλοι είτε τα έχουν ξεχάσει όλοι, μόνο η καθημερινότητα μπορεί να τον παρηγορήσει και να τον σώσει. Η ζωή με τους άλλους.