Οι βιβλιοπώλες εκτιμάται ότι στην πλειοψηφία τους είναι επίσης υπέρ της ενιαίας τιμής. Και αυτό φοβούμενοι τακτικές σουπερμάρκετ, ότι θα υπάρξει δηλαδή κάποια στιγμή ένας πολύ δυνατός παίκτης (αλυσίδα) που θα πουλάει μπεστ σέλερ σε τιμή κόστους και θα εξαναγκάσει σε κλείσιμο τους άλλους προκειμένου να κατακτήσει μονοπωλιακή θέση και να ορίζει μετά εκείνος τις τιμές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα περισσότερα βιβλιοπωλεία συνεχίζουν και μετά την πάροδο της διετίας να πωλούν στις ίδιες τιμές. Εξαιρέσεις βέβαια υπάρχουν, με κυριότερες των βιβλιοπωλείων Πολιτεία και Πρωτοπορία που κατεβάζουν συχνά την τιμή ακόμα και κατά 30% σε σχέση με την αρχική λιανική. Αυτά είναι άλλωστε βιβλιοπωλεία που είχαν τέτοια πολιτική και πριν από την καθιέρωση της ενιαίας τιμής.
Μία ενδιαφέρουσα πτυχή είναι ότι ο νόμος προστατεύει όχι μόνο την έκδοση αλλά και την επανέκδοση. Κάπως έτσι η πρόσφατη επανέκδοση της «Μικράς Αγγλίας» της Ιωάννας Καρυστιάνη έχει λιανική τιμή 16 ευρώ η οποία προστατεύεται για δύο χρόνια και δεν μπορεί να πέσει κάτω από τα 14,40 ευρώ. Δικαστήριο πάντως, σε άλλη περίπτωση, έκρινε ότι στις επανεκδόσεις δεν περιλαμβάνονται οι απλές ανατυπώσεις.
Ο εκδότης, μάλιστα, μπορεί με νέα έκδοση να επανακαθορίσει την τιμή του βιβλίου ακόμη και μέσα στη διάρκεια της διετίας, κάτι όπως που σπάνια γίνεται για πρακτικούς λόγους (προϋποτίθενται επιστροφές βιβλίων, ενημέρωση των βιβλιοπωλείων κ.λπ.).

Η ουσία πάντως είναι, και εκεί εστιάζεται η συζήτηση, αν το βιβλίο ως πολιτιστικό αγαθό πρέπει ή όχι να συμπιέζεται από το ασφυκτικά ανταγωνιστικό πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς. Η Εταιρεία Συγγραφέων λέει πως όχι. «Συγγραφείς δεν υπάρχουν χωρίς βιβλία. Βιβλία δεν υπάρχουν χωρίς εκδότες και βιβλιοπωλεία. Βιβλία ποιότητας δεν διακινούνται χωρίς αυτόνομα βιβλιοπωλεία. Η ενιαία τιμή βιβλίου στηρίζει τα βιβλιοπωλεία, στηρίζει τις ποιοτικές εκδόσεις, στηρίζει τους συγγραφείς», υποστηρίζει.

Οσο για το υπουργείο Ανάπτυξης, πηγές των «ΝΕΩΝ» επιμένουν ότι, αντίθετα με τα θρυλούμενα, δεν υπάρχει συγκεκριμένη απόφαση, η οποία άλλωστε προϋποθέτει και συμφωνία και των δύο κυβερνητικών εταίρων. Στόχος είναι να γίνει απελευθέρωση σε ένα μεγάλο ποσοστό της καταρτισθείσας λίστας προϊόντων, με το βιβλίο να μην είναι στις πρώτες προτεραιότητες. Το μέλλον θα δείξει.