Ας υποθέσουμε ότι ένας αναγνώστης – πελάτης μπαίνει σε ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο θέλοντας να αγοράσει το τελευταίο βιβλίο του νομπελίστα Μάριο Βάργκας Λιόσα «Ενας διακριτικός ήρωας», που μόλις μεταφράστηκε στα ελληνικά.

Τη λιανική τιμή του βιβλίου αυτού, όπως και κάθε νέου βιβλίου, την έχει ορίσει ο εκδότης –εν προκειμένω οι Εκδόσεις Λιβάνη, που την καθόρισαν στα 16,40 ευρώ. Πάνω σε αυτή την τιμή τα βιβλιοπωλεία δεν έχουν δικαίωμα να κάνουν έκπτωση προς τον πελάτη μεγαλύτερη από 10%. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι σε όποιο βιβλιοπωλείο και να μπει ο επίδοξος αναγνώστης του βιβλίου αυτού δεν θα το βρει σε τιμή χαμηλότερη των 14,76 ευρώ. Πρόκειται για την περίφημη –νομοθετημένη από το 1997 –ενιαία τιμή του βιβλίου που έχει ισχύ για τα δύο πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας του. Μετά την πάροδο των δύο ετών ο βιβλιοπώλης μπορεί να πουλήσει το βιβλίο όσο χαμηλά θέλει.

Το κέρδος του βιβλιοπώλη. Συνεχίζοντας στο ίδιο παράδειγμα, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι στον καθορισμό της τιμής ο εκδότης λαμβάνει υπόψη του το κέρδος του βιβλιοπώλη, που σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη ξεκινά από 35% και φτάνει μέχρι και το 50% στις μεγάλες αλυσίδες. Αυτό σημαίνει ότι από τα 16,40 ευρώ της ορισθείσας λιανικής τιμής, ο εκδότης θα λάβει περίπου από 8 μέχρι 10 ευρώ ανάλογα με το βιβλιοπωλείο, με τα οποία, εκτός από το δικό του καθαρό κέρδος, καλύπτει το κόστος της έκδοσης (επιμέλεια, σελιδοποίηση, χαρτί, βιβλιοδεσία), των πνευματικών δικαιωμάτων του συγγραφέα, της λειτουργίας της εταιρείας κ.λπ.
Ο ΟΟΣΑ, σε μελέτη του που είδε το φως της δημοσιότητας στα τέλη Νοεμβρίου, μίλησε για άρση περιορισμών σε μεγάλο αριθμό προϊόντων, ενώ και ο υπουργός Ανάπτυξης Κωστής Χατζηδάκης μίλησε για σχετική νομοθετική παρέμβαση που θα περιλαμβάνει 329 προϊόντα.
Ανάμεσα σε αυτά και το βιβλίο, γεγονός που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από τη συντριπτική πλειονότητα των εκδοτών (και όλες τις ενώσεις τους), από την Εταιρεία Συγγραφέων ενώ την απόλυτη αντίθεσή του στην κατάργηση της ενιαίας τιμής εξέφρασε και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.
Στη μελέτη του ο ΟΟΣΑ θεωρεί ότι η κατάργηση της ενιαίας τιμής θα προσφέρει μεγαλύτερο ανταγωνισμό και πτώση τιμών. Λέει μάλιστα πως από το 2008 που ξεκίνησε η κρίση, «ενώ οι πωλήσεις βιβλίων μειώνονται, η τιμή του βιβλίου δεν μειώνεται».

Μέχρι το 2011 αυτό ισχύει. Οι τιμές των καινούργιων βιβλίων δεν μειώθηκαν ούτε όμως αυξήθηκαν. Η μέση τιμή τους, όπως μας λέει ο επικεφαλής της Βιβλιονέτ στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου Σωκράτης Καμπουρόπουλος, ήταν σταθερή στα 17,12 ευρώ το 2011 έναντι 17,13 ευρώ το 2008. Την ίδια περίοδο βέβαια το κόστος παραγωγής αυξήθηκε σημαντικά (κυρίως λόγω της αύξησης της φορολογίας αλλά και της επιδείνωσης των όρων αγοράς του χαρτιού που είναι εισαγόμενο) ενώ το 2012 και το 2013 είναι εμφανής (χωρίς όμως να υπάρχουν ακριβή στοιχεία) μια πτώση της μέσης τιμής περί το 10-15%.

Το βασικό, όμως, στοιχείο που δεν έλαβε υπόψη του ο ΟΟΣΑ, συνεχίζει ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος, είναι τα δημοσιευμένα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Σύμφωνα με αυτά, πριν από την καθιέρωση της ενιαίας τιμής, η λιανική τιμή των βιβλίων ανέβαινε με ταχύτητα μεγαλύτερη του μέσου τιμάριθμου. Αντίθετα μετά την καθιέρωσή της οι τιμές λιανικής αυξάνονταν με ρυθμούς μικρότερους του πληθωρισμού.

Ξεκίνησε από τη Γαλλία. Η ενιαία τιμή του βιβλίου καθιερώθηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία, το 1981, με σκοπό την προστασία των μικρών βιβλιοπωλείων και εμμέσως και των μικρών εκδοτικών οίκων από μονοπωλιακές καταστάσεις. Το μέτρο αυτό βρήκε απήχηση σε όλη την Ευρώπη και σήμερα ισχύει επίσης σε Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Δανία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Αυστρία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο κ.ά.
Δεν ισχύει όμως πουθενά στον αγγλοσαξονικό κόσμο με σημαντικές συνέπειες: «Πολλά μικρά βιβλιοπωλεία έκλεισαν και η αγορά ελέγχεται από μεγάλες αλυσίδες που ουσιαστικά επιβάλλουν στον εκδότη τι θα κυκλοφορήσει», λέει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εκδοτών και Βιβλιοπωλών. Προάγονται, συνεχίζει, βιβλία «εύκολης κατανάλωσης και αμφιβόλου ποιότητας, βιβλία που δεν αντέχουν στο χρόνο και εύκολα ξεχνιούνται καθώς αποτελούν best sellers των λίγων μηνών που βοηθούν τις μεγάλες αλυσίδες και τους εκδοτικούς οίκους να βγάλουν το μέγιστο κέρδος. Εκδοτικοί οίκοι ελέγχονται πλέον από μεγιστάνες που πολλές φορές δεν έχουν καν σχέση με τον χώρο του πολιτισμού (βλέπε την περίπτωση του Ρούπερτ Μέρντοχ και την εξαγορά της Waterston’s από ρώσο ολιγάρχη). Αλλά ούτε και η τιμή δεν είναι φτηνότερη από ό,τι στην Ελλάδα, όποιος έχει αγοράσει το ίδιο βιβλίο στην Μεγάλη Βρετανία το γνωρίζει καλά αυτό», υποστηρίζει.
Αλλά και η Ενωση Ελληνικού Βιβλίου (ΕΝΕΛΒΙ) που εκπροσωπεί και πολλούς από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους (Πατάκης, Ψυχογιός, Μεταίχμιο, Μίνωας, Διόπτρα κ.ά.) έχει ακριβώς την ίδια γνώμη: «Τα παραδείγματα από τις χώρες όπου δεν υφίσταται ενιαία τιμή είναι αποκαλυπτικά: στην Αγγλία, μέσα σε μία τετραετία, τα ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία από 1.800 μειώθηκαν σε 1.280. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι ότι η αλυσίδα Βorders με 69 βιβλιοπωλεία στην Αγγλία, 686 στις ΗΠΑ και 19.500 εργαζόμενους χρεοκόπησε λόγω του ανηλεούς πολέμου τιμών (κυρίως εναντίον της Amazon) προκειμένου να συγκρατήσει το μερίδιο της αγοράς που έχανε από το ηλεκτρονικό εμπόριο. Για τους ίδιους λόγους ο Waterstones, με 288 βιβλιοπωλεία και 4.500 εργαζόμενους ήταν στα πρόθυρα χρεοκοπίας και διεσώθη διότι αγοράστηκε από ρώσο δισεκατομμυριούχο και η Barnes and Noble, ιστορική φίρμα με 1.360 βιβλιοπωλεία στις ΗΠΑ, έχει συρρικνωθεί στα 675 και αναζητά χρηματοδότες».

Ο ανταγωνισμός

Η έλλειψη ενιαίας τιμής οδήγησε στο εξωτερικό στο να γιγαντωθούν μεγάλες αλυσίδες βιβλιοπωλείων, όπως η Borders, η Waterstones και η Barnes and Noble, που μπορούσαν να κάνουν μεγαλύτερες εκπτώσεις από τα μικρά βιβλιοπωλεία που έκλειναν. Αμέσως μετά όμως, η ίδια έλλειψη της ενιαίας τιμής οδήγησε και στην κατάρρευσή τους καθώς ούτε αυτές μπορούσαν να ανταγωνιστούν τα άυλα βιβλιοπωλεία που δημιουργήθηκαν, με πρώτο αυτό της Amazon, τα οποία δεν είχαν το κόστος της λειτουργίας που έχει ένα «φυσικό» βιβλιοπωλείο.

Η κατάργηση και οι φούσκες

«Ο ανταγωνισμός δεν καταργείται από την ενιαία τιμή – υπάρχει μεταξύ των εκδοτών», λέει η Ενωση Ελληνικού Βιβλίου. «Η Ελλάδα είναι μια μικρή αγορά, ο εκδότης δεν κάνει εύκολη απόσβεση του κόστους του λόγω του περιορισμένου αναγνωστικού κοινού. Κάθε εκδότης προσπαθεί να εκδώσει στη χαμηλότερη τιμή, ενώ επιβαρύνεται και με έξοδα μετάφρασης. Αν κάποιος τον αναγκάζει να ανεβάζει τις τιμές, αυτός είναι εκείνος που του ζητάει μεγαλύτερες εκπτώσεις. Και αν αυτός που ζητάει μεγαλύτερες εκπτώσεις στη συνέχεια κάνει εκπτώσεις στο κοινό, τότε πρόκειται για μια δημιουργία φούσκας που κάποιος την προκαλεί και στη συνέχεια την τρυπάει για να ξεφουσκώσει αποβλέποντας στο προσωπικό του συμφέρον».