Το 2014 μπορεί να αποδειχθεί χρόνος – καταλύτης για την ΕΕ και για την Ελλάδα. Μέσα στον χρόνο, η ΕΕ μπορεί να κλείσει το κεφάλαιο της οικονομικής κρίσης, μπορεί όμως να διολισθήσει και σε μια νέα, οξύτερη, πολιτικών διαστάσεων αυτήν τη φορά. Ο χρόνος, πάντως, αρχίζει ευοίωνα. Πρώτα απ’ όλα η οικονομική ανάπτυξη φαίνεται να επιστρέφει, αν και όχι με θεαματικούς ρυθμούς (1,1%) και με την ανεργία να παραμένει σε απαραδέκτως υψηλά επίπεδα (περίπου 12%). Πάντως, η ΕΕ φαίνεται να βγαίνει από την ύφεση, ενώ μέσα στον χρόνο αναμένεται η ολοκλήρωση της κύριας φάσης της τραπεζικής ένωσης με την τελική υιοθέτηση του Ενιαίου Μηχανισμού Εκκαθάρισης (SRM) και την έναρξη λειτουργίας του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM).

Η τραπεζική ένωση συνιστά ένα από τα σημαντικότερα βήματα για τη θωράκιση του ενιαίου νομίσματος. Συνεπάγεται τη σημαντικότερη εκχώρηση κυριαρχίας στην ΕΕ μετά τη σύσταση του ευρώ, κάτι που οι χώρες-μέλη θα συνειδητοποιήσουν στην πορεία, όταν θα αρχίσει στην πράξη να λειτουργεί το σύστημα. Μέσα στο 2014 θα υιοθετηθεί επίσης η νέα γενικευμένη γενιά μνημονίων υπό τον τίτλο «Συμβατικές Διευθετήσεις», που όλες οι χώρες-μέλη της ευρωζώνης θα κληθούν να συνάψουν (η φιλολογία που αναπτύσσεται στην Ελλάδα ότι με το τέλος του τρέχοντος Μνημονίου γλιτώσαμε από κάθε έλεγχο είναι πέρα για πέρα εκτός πραγματικότητας). Τα νέα αυτά Μνημόνια θα συνοδεύονται από μηχανισμούς αλληλεγγύης, που θα ενεργοποιούνται υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (conditionality). Ωστόσο με τα μέτρα αυτά, όσο σημαντικά κι αν είναι, ούτε καλύπτονται πλήρως τα ελλείμματα της ΟΝΕ ούτε διασφαλίζεται το ευρώ. Αυτό για να γίνει απαιτείται η προώθηση της δημοσιονομικής, οικονομικής –και τελικά της πολιτικής –ένωσης. Αν η ΕΕ προχωρήσει προς την κατεύθυνση αυτή, θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από τη νέα γερμανική κυβέρνηση συνασπισμού. Αν κάποιος διαβάσει προσεκτικά το πρόγραμμα του συνασπισμού, οι προοπτικές δεν διαγράφονται συναρπαστικές προς την κατεύθυνση αυτή, πάντως κάτι αναμένεται να αλλάξει σε ορισμένες από τις δογματικές προσεγγίσεις του Βερολίνου.

Οι εξελίξεις αυτές μπορεί αθροιστικά να σηματοδοτήσουν τον πλήρη έλεγχο της οικονομικής κρίσης στην ευρωζώνη. Αλλά μπορεί να ανοίξει μια άλλη κρίση, πολιτική αυτήν τη φορά. Το γεγονός – καταλύτης που μπορεί να την πυροδοτήσει είναι οι ευρωεκλογές για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τον ερχόμενο Μάιο. Το φάντασμα που πλανάται πάνω από τις εκλογές αυτές λέγεται άνοδος της Ακροδεξιάς και λαϊκιστικών, βαθύτατα ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων. Σχεδόν όλοι εκτιμούν ότι τα κόμματα αυτά θα αυξήσουν σημαντικά την παρουσία τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό. Εάν η αύξηση περιορισθεί σ’ ένα 20%, τα πράγματα δεν θα είναι και τόσο καταστροφικά. Αλλά εάν, ο μη γένοιτο, περάσει το όριο αυτό, τότε η κρίση νομιμοποίησης της ΕΕ θα οξυνθεί επικίνδυνα. Επομένως κάτι πρέπει να γίνει μέχρι τον Μάιο για να ελαχιστοποιηθεί αυτό το ενδεχόμενο. Στο θεσμικό επίσης επίπεδο, θα υπάρξει αλλαγή στην ηγεσία των οργάνων της ΕΕ (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Υπατος Εκπρόσωπος για την κοινή εξωτερική πολιτική –ΚΕΠΠΑ).

Αλλά και για την Ελλάδα, ο νέος χρόνος θα είναι κρίσιμος. Πρώτα απ’ όλα γιατί η χώρα, κάπως δειλά, θα επιστρέψει στην ανάπτυξη έπειτα από χρόνια ύφεσης. Μπορεί να επιστρέψει επίσης και στις διεθνείς χρηματαγορές, έχοντας βελτιώσει τη δημοσιονομική θέση της με την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος κ.λπ. Δεν θα βγει όμως οριστικά από την κρίση, έστω κι αν βγει από το τρέχον Μνημόνιο. Αρκετοί εκτιμούν ότι θα υπάρξει και τρίτο πρόγραμμα στήριξης με ό,τι αυτό συνεπάγεται ενώ, όπως γράψαμε ήδη, επανέρχεται η σεναριολογία για το ενδεχόμενο εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη.

Οι ευρωεκλογές του Μαΐου μπορεί επίσης να αποδειχθούν σημαντικός οροδείκτης για την πολιτική σταθερότητα της χώρας. Ωστόσο μέσα στο πρώτο εξάμηνο του έτους, η Ελλάδα θα βρίσκεται στην προεδρία του Συμβουλίου της Ενωσης και αυτό αντιπροσωπεύει μείζονος σημασίας πρόκληση. Η χώρα πρέπει να αποδείξει ότι, παρά την κρίση, έχει τις προϋποθέσεις να λειτουργεί ως αξιόπιστο, ισότιμο θεσμικό μέλος της ΕΕ, συμβάλλοντας στην προώθηση της ευρωπαϊκής ατζέντας. Θα τα καταφέρει; Πιστεύω ακράδαντα ότι μπορεί.

Ο Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών