Ο Κλοντ Γκεάν, ο άνθρωπος που θεωρείτο το δεξί χέρι του πρώην προέδρου της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί και ήταν γενικός γραμματέας της γαλλικής προεδρίας, ετέθη υπό κράτηση την Τρίτη, για να ανακριθεί στο πλαίσιο μιας έρευνας για κατάχρηση δημοσίου χρήματος όταν υπηρετούσε στο υπουργείο Εσωτερικών, σύμφωνα με δικαστικές πηγές στο Παρίσι.

Ο Γκεάν, που έχει τιμηθεί και από την Ελλάδα με το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος, ήταν υπουργός Εσωτερικών ως τον Μάιο του 2012 και εξ απορρήτων του Σαρκοζί αδιάκοπα από το 2002 ως το 2011.

Ο πρώην υπουργός τέθηκε υπό έρευνα τον Ιούνιο, αφού η αστυνομία βρήκε αποδεικτικά στοιχεία για διάφορες πληρωμές σε μετρητά αξίας περίπου 20.000 ευρώ σε μια έρευνα στο σπίτι του.

Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι πήρε τα χρήματα αυτά από ένα ταμείο που υπήρχε για να πληρώνονται πληροφοριοδότες της Αστυνομίας και για να χρηματοδοτούνται επιχειρήσεις παρακολούθησης, την περίοδο που ο Σαρκοζί ήταν υπουργός Εσωτερικών, πριν εκλεγεί πρόεδρος το 2007.

Για διαφθορά, φοροδιαφυγή και κατάχρηση δημοσίου χρήματος ανακρίθηκε επίσης ο Μισέλ Γκοντέν, πρώην ανώτατος αξιωματικός της γαλλικής Αστυνομίας.

Ο Γκοντέν αφέθηκε ελεύθερος το μεσημέρι της Τρίτης, αλλά ο Γκεάν ανακρινόταν μέχρι το βράδυ, τελώντας ακόμη υπό κράτηση, όπως ανέφεραν συγκλίνουσες δικαστικές πηγές.

Στη φάση αυτή της έρευνας η Αστυνομία μπορεί να συνεχίσει να συγκεντρώνει στοιχεία ενόψει της επίσημης απαγγελίας κατηγοριών, αν και η διαδικασία δεν σημαίνει ότι θα ασκηθεί δίωξη κατ’ ανάγκην.

Οι συλλήψεις και οι ανακρίσεις αυτές σημειώθηκαν εν μέσω της έντονης σεναριολογίας στα γαλλικά μέσα ενημέρωσης ότι ο Σαρκοζί προετοιμάζεται να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα για την προεδρία το 2017.

Να σημειώσουμε ότι, ο ίδιος ο Σαρκοζί απηλλάγη τον Οκτώβριο μετά το πέρας μιας έρευνας σχετικά με τις καταγγελίες ότι είχε χειραγωγήσει -λόγω της «πνευματικής αδυναμίας» της- την ηλικιωμένη χρυσή κληρονόμο της L’Oreal Λιλιάν Μπετανκούρ προκειμένου να αποσπάσει χρηματοδότηση για την προεκλογική του εκστρατεία το 2007, γεγονός που ήρε ένα σοβαρό εμπόδιο για την επιστροφή του στο γαλλικό πολιτικό προσκήνιο.