Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρουάντα καταδίκασε την Παρασκευή σε ποινή κάθειρξης 15 ετών την ηγέτιδα της αντιπολίτευσης Βικτουάρ Ινγκάμπιρε η οποία πρωτοδίκως είχε καταδικαστεί σε 8ετή κάθειρξη για «συνωμοσία εναντίον των αρχών μέσω τρομοκρατίας και πολέμου» και «υποβάθμιση της γενοκτονίας» του 1994.

Απορρίπτοντας την έφεση της Ινγκάμπιρε, οι δικαστές την έκριναν ένοχη και για τις δύο αυτές κατηγορίες, προσθέτοντας και μία τρίτη: τη «διάδοση φημών με στόχο την υποκίνηση βίας». Την απάλλαξαν ωστόσο από την κατηγορία της «διάδοσης της ιδεολογίας της γενοκτονίας» και της «σύστασης ένοπλης οργάνωσης», κρίνοντας ότι δεν επαρκούσαν τα αποδεικτικά στοιχεία για την καταδίκη της 45χρονης πολιτικού.

«Δεν πρέπει να φοβόμαστε, συνεχίζουμε τον αγώνα μας. Ο χρόνος και η ιστορία είναι στο πλευρό μας (…) μην αποθαρρύνεστε λοιπόν, συνεχίζουμε», είπε η Ινγκάμπιρε στους υποστηρικτές της βγαίνοντας από το δικαστήριο με χειροπέδες και υψώνοντας τις γροθιές της σε χαιρετισμό, όπως συνηθίζει.

Η απόφαση «δεν μας εξέπληξε», είπε από την πλευρά του ο Μπονιφάς Τουαργιριμάνα, ο αντιπρόεδρος των Ενωμένων Δημοκρατικών Δυνάμεων (FDU), του κόμματος της Ινγκαμπίρε που στη Ρουάντα δεν είναι νομίμως αναγνωρισμένο. «Τα περισσότερα μέλη μας είναι στη φυλακή. Δεν θα εγκαταλείψουμε τη μάχη», πρόσθεσε.

Η Βικτουάρ Ινγκάμπιρε βρισκόταν στο εξωτερικό την εποχή της γενοκτονίας στη Ρουάντα, το 1994. Επέστρεψε στη χώρα της το 2010 και επιχείρησε, μάταια, να διεκδικήσει την προεδρία στις εκλογές τις οποίες κέρδισε με ποσοστό 93% ο απερχόμενος πρόεδρος Πολ Καγκάμε.

Την ημέρα της επιστροφής της είχε ζητήσει να δικαστούν και οι δράστες των εγκλημάτων σε βάρος των Χούτου. Με τη δήλωση αυτή η κυβέρνηση θεώρησε ότι η Ινγκάμπιρε «αρνήθηκε την πραγματικότητα της γενοκτονίας» κατά την οποία έχασαν τη ζωή τους 800.000 άνθρωποι, κυρίως μέλη της φυλής Τούτσι.