«Ο αριθμός που έχω αυτήν τη στιγμή κυμαίνεται στις 2.000, αλλά ενδέχεται να αυξηθεί. Οι 10.000 νομίζω ότι είναι υπερβολή. Η συγκεκριμένη εκτίμηση έγινε υπό δραματικές ψυχολογικές συνθήκες». Αυτά δήλωσε, χθες σε συνέντευξή του στο CNN, ο Πρόεδρος των Φιλιππίνων Μπενίνιο Ακίνο αναφορικά με τον αριθμό των ανθρώπων που φέρεται να έχασαν τη ζωή τους από τον τυφώνα Χαϊγιάν, αναπτερώνοντας τις ελπίδες χιλιάδων ατόμων που εξακολουθούν να αναζητούν τους δικούς τους. Ωστόσο, οι Αρχές της χώρας βρίσκονταν αντιμέτωπες με την οργή και την απελπισία των πληγέντων εξαιτίας των αργών ρυθμών με τους οποίους φθάνει σε αυτούς η ανθρωπιστική βοήθεια. Την ίδια στιγμή, η αποκάλυψη του μεγέθους της καταστροφής που σημειώθηκε το απόγευμα της Παρασκευής στις Κεντρικές Φιλιππίνες προκάλεσε την έντονη κινητοποίηση της παγκόσμιας κοινότητας.

Επειτα από τη δραματική έκκληση για παροχή βοήθειας που απηύθυνε ο ΟΗΕ, πλήθος χωρών και διεθνών οργανισμών έσπευσαν να συνδράμουν στην αρωγή των εκατομμυρίων πληγέντων. Χθες, το αεροπλανοφόρο των ΗΠΑ «Τζορτζ Ουάσιγκτον» το οποίο μεταφέρει περίπου 5.000 άτομα και περισσότερα από 80 αεροσκάφη έβαλε πλώρη για τις Φιλιππίνες, συνοδευόμενο από τέσσερα μικρότερα πλοία του Αμερικανικού Ναυτικού. Προς τις Φιλιππίνες κατευθύνεται επίσης ένα βρετανικό πολεμικό πλοίο εφοδιασμένο με κατάλληλο εξοπλισμό για την αφαλάτωση του θαλάσσιου νερού.

Μέχρι σήμερα έχουν συγκεντρωθεί τουλάχιστον 54,3 εκατομμύρια δολάρια έκτακτης βοήθειας ενώ ο ΟΗΕ, ο οποίος έχει ήδη αποδεσμεύσει 25 εκατ. δολάρια, ανακοίνωσε πως είναι απαραίτητη η συγκέντρωση τουλάχιστον 300.000.000 δολαρίων για την παροχή στέγης, πόσιμου νερού, ειδών υγιεινής, τροφίμων και άλλων αγαθών έκτακτης ανάγκης. «Πρόκειται για μια τεράστια τραγωδία για τις Φιλιππίνες. Εχουμε δει πολλές κρίσεις, όμως αυτή είναι η πιο θανατηφόρα και καταστροφική», ανέφερε σε δηλώσεις της η Βάλερι Αμος, επικεφαλής των ανθρωπιστικών επιχειρήσεων του Οργανισμού. Τέσσερις ημέρες αφότου ο τυφώνας Χαϊγιάν σάρωσε τα παράλια των Κεντρικών Φιλιππίνων, τοπικοί αξιωματούχοι σε περιοχές οι οποίες δεν είχαν ακόμη λάβει βοήθεια παραπονούνταν ότι τους αγνοούν. Στην επαρχία Λέιτε, η οποία έχει πληγεί περισσότερο από την καταστροφή, οι κάτοικοι είχαν απεγνωσμένα ανάγκη από νερό, τρόφιμα και φάρμακα καθώς έχει παρατηρηθεί αύξηση των κρουσμάτων ασθενειών ενώ στη γειτονική επαρχία Σαμάρ χθες τα εφόδια είχαν ήδη εξαντληθεί.

ΧΑΟΣ ΣΤΟ ΤΑΚΛΟΜΠΑΝ. Στη σχεδόν ολοσχερώς κατεστραμμένη πρωτεύουσα της επαρχίας Λέιτε, η ημέρα χθες ξεκίνησε με την άφιξη δύο πολεμικών αεροσκαφών C-130 τα οποία μετέφεραν ανθρωπιστική βοήθεια. Επειτα από την προσγείωσή τους στο εξίσου κατεστραμμένο αεροδρόμιο της πόλης, οι περίπου 3.000 άνθρωποι που βρίσκονταν συγκεντρωμένοι εκεί όρμησαν προς τα αεροσκάφη, κάποιοι επιδιώκοντας να προμηθευτούν νερό ή τρόφιμα και άλλοι ελπίζοντας να επιβιβαστούν σε αυτά ώστε να εγκαταλείψουν την πόλη τους. Καθώς μητέρες κρατούσαν ψηλά στην αγκαλιά τους τα μωρά τους και εκλιπαρούσαν να επιβιβαστούν στα αεροσκάφη, άνδρες του Στρατού έδιναν εντολή στους συγκεντρωμένους να απομακρυνθούν.

Οι κάτοικοι της πόλης που επλήγη περισσότερο στη χώρα τέσσερις ημέρες έπειτα από αυτήν την πρωτόγνωρη τραγωδία που τους βρήκε εξακολουθούσαν να δίνουν μάχη για την επιβίωσή τους καθώς δεν είχαν ούτε τρόφιμα ούτε φάρμακα ούτε νερό. Οχι γιατί δεν υπήρχαν αλλά διότι δεν είχαν πρόσβαση σε αυτά. «Υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να κάνουμε. Δεν καταφέραμε ακόμα να φθάσουμε σε απομακρυσμένες κοινότητες. Ακόμα και στο Τακλομπάν, εξαιτίας των χαλασμάτων και των δυσκολιών της μεταφοράς και της διανομής, δεν καταφέραμε να συγκεντρώσουμε τις προμήθειες που θα θέλαμε. Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να φέρουμε περισσότερα», ανέφερε χαρακτηριστικά η επικεφαλής των ανθρωπιστικών αποστολών του ΟΗΕ.

Κοντά στα 9 δισ. δολάρια οι ζημιές

Παρότι το συνολικό οικονομικό κόστος της μεγαλύτερης φυσικής καταστροφής στη σύγχρονη ιστορία των Φιλιππίνων δεν μπορεί ακόμη να υπολογιστεί με ακρίβεια, οι αρχικές εκτιμήσεις κάνουν λόγο για πολλά δισεκατομμύρια δολάρια. Σύμφωνα με το γερμανικό κέντρο διαχείρισης καταστροφών CEDIM, το κόστος της καταστροφής κυμαίνεται μεταξύ 8 και 9 δισ. δολαρίων.