Ποιος μπορεί να ξεχάσει το άγρια μωλωπισμένο πρόσωπο του Νίκου Κούρκουλου να συσπάται σε έναν υπερβολικά δραματικό μονόλογο – απολογία ενώπιον δικαστηρίου στο «Ορατότης μηδέν», να κραυγάζει αφηγούμενος: «Ρε παιδιά, αυτά εδώ τα κέρατα δεν δουλεύουν. Τα ελατήρια κόλλησαν. Οχι άλλο κάρβουνο!».

Η σκηνή αυτή συνοψίζει με έναν τρόπο και την προσωπικότητα και το έργο και την όποια κατάθεση του σεναριογράφου και σκηνοθέτη τής εν λόγω ταινίας Νίκου Φώσκολου, που πέθανε χθες στα 86 του χρόνια, άνθρωπος μισός πια από τη μακροχρόνια – στομαχική – αρρώστια που τον είχε καθηλώσει.

Ο Φώσκολος έφερε ακριβώς αυτά στο ελληνικό σινεμά και κατ’ επέκταση στην ελληνική κοινωνία και την αισθητική της: το οριακό και το πέρα από τα όρια, την υπερβολή που φθάνει να γίνεται κάποτε κιτς. Και αυτό το δεδομένο του το κατέθετε πάντοτε σαν οριστικό φινάλε σε όλα τα είδη με τα οποία αναμετρήθηκε, συνήθως κοπιάροντας – δημιουργικά, είναι η αλήθεια – τα ξένα, όπως το σπαγκέτι γουέστερν.

Πάνω που τα βουκολικά ειδύλλια, όπως η «Αστέρω» ή η «Μαρία Πενταγιώτισσα», είχαν αρχίσει να διαμορφώνουν σχολή στον ελληνικό κινηματογράφο, η κατά Φώσκολο «Κρυστάλλω» το 1959 – το πρώτο του σενάριο – έκλεισε την πόρτα στο μέλλον τους, τραβώντας το είδος ώς το κιτς. Προτείνοντας και ηθοποιούς που μπορούσαν να το υπηρετήσουν – επίσης δημιουργικά οι περισσότεροι -, όπως η Αντιγόνη Βαλάκου ή ο Ανέστης Βλάχος, που εκεί διαμόρφωσε το προσωπικό του στυλ.

Την ώρα δε που κοπιάριζε τη στάση των καουμπόηδων στα σπαγκέτι του Λεόνε για να τη μεταφέρει στο στήσιμο των ηθοποιών, έβαζε την Ελλάδα και την πρώιμη τότε τηλεόραση στον αστερισμό ενός «Πέιτον Πλέις» και μιας «Μάχης», τραβώντας την ελληνική εκδοχή πέρα από τα όρια, για να τη φέρει στα μέτρα του «Αγνωστου πολέμου». Οταν δε οι τηλεσειρές ερήμην του πήραν τον δρόμο της λογοτεχνίας («Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Οι Πανθέοι», «Ο κίτρινος φάκελος»), εκείνος ήρθε να ορίσει με πολύ αφρό τη σαπουνόπερα α λα ελληνικά, γράφοντας και σκηνοθετώντας επί δέκα χρόνια δύο καθημερινές σειρές, τη «Λάμψη» και το «Καλημέρα ζωή». Ενασχόληση που τον ενέταξε στο Βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες. Εκείνος όμως είχε την ικανοποίηση ότι λανσάρισε χαρακτήρες που μπήκαν στο καθημερινό λεξιλόγιο, όπως η Βίρνα και ο Γιάγκος Δράκος ή η Σελήνη – Ελένη Κούρκουλα.

Τραβώντας και το μελό από τα μαλλιά και πέρα από τα όρια, πρώτα ως σεναριογράφος σε φιλμ όπως «Το κάθαρμα», «Δάκρυα για την Ηλέκτρα», «Κοινωνία ώρα μηδέν», σαν «Κοντσέρτο για πολυβόλα» και της σκηνοθεσίας έστελνε τα υπερβολικά μελό κατά ριπάς στις οθόνες: «Πυρετός στην άσφαλτο», «Η ζούγκλα των πόλεων», «Εσχάτη προδοσία», «Κατάχρησις εξουσίας» (του Σταύρου Τσιώλη, που έκανε καριέρα επί χρόνια στην Απω Ανατολή), «Αιχμάλωτοι του μίσους». Ώς το 1982 με το σχεδόν καλτ – λόγω υπερβολής – «Κόκκινο τρένο», με αντάρτες που πάνε να ανατινάξουν τη Μεγάλη Βρεταννία…