Στο χωριό του πατέρα μου είχαμε έναν χαζό. Tον έβλεπα να τριγυρίζει μέχρι βαθέος γήρατος στους χωματόδρομους και στα καφενεία και να λέει τις ιστορίες του από τον Στρατό. Αυτό ήταν το μόνον της ζωής του ταξείδιον, η μόνη φλοίδα που όριζε και στύλωνε κάπως το ανύπαρκτο εγώ του.

Οι πιο κυνικοί και οι πιο πλακατζήδες τού έδιναν παραγγέλματα καθισμένοι όπως ήταν στον καφενέ με το κομπολόι και τον βαρύ γλυκό στο χοντρό. Βαγγέλη κάνε κατάληψη λόφου, Βαγγέλη κάνε εφ’ όπλου λόγχη, Βαγγέλη και βάδισμα της γάτας και αλτ και τις ει και παρά πόδα και εγέρθητι και επ’ ώμου και προσοχές και αναρτήσατε και πρηνηδόν και παρουσιάστε. Πασίχαρος αυτός αρκουδίζοντας εκτελούσε σουρνάμενος στο χώμα, όπου έπεφταν τα πενηνταράκια βροχή. Τα μάζευε κι έφευγε σαν ευτυχισμένο στρατιωτάκι με τα μπαλώματα στο βρακί και τις παντόφλες με σπάγκο αντί για παπούτσια.

Τον συμπονούσα τον Βαγγέλη που ήταν φτωχός και σαλός και αταξίδευτος. Δεν είχε ούτε αληθινή στολή ούτε αληθινό όπλο ούτε αληθινό αρχηγό να αναφερθεί, να ξιπαστεί και να φρουμάξει. Ενα άλλο που δεν είχε ήταν η παραμικρή αντίληψη του έξω κόσμου, εξόν από την πλατεία του χωριού του και μια ρημαδοθητεία σε ένα ρημαδοσύνταγμα Πεζικού κάπου μακριά, στη Βόρεια Ελλάδα.

Σε αυτόν απάνω έκανα τις πρώτες μου εμπειρικές σπουδές για τις μικρές αδυναμίες του άλλου φύλου ή, μάλλον, σε αυτό που δίνει ταυτότητα στο άλλο φύλο. Αργότερα όμως είδα ότι η έλξη της ξεφτίλας έχει κι αλλού εφαρμογές και ότι, ορισμένως, μπορεί να φτιάξει τάγματα ολόκληρα από αληθινούς κακούργους.